Μάιος του 1986, στο Μέριλαντ των ΗΠΑ. Εξω από το στάδιο Capital Centre γυρίζεται το μίνι ντοκιμαντέρ «Heavy Metal Parking Lot», το οποίο σε μόλις 20 λεπτά καταγράφει την ανθρωπογεωγραφία της μέταλ μουσικής και μια από τις καλές περιόδους της: ακούρευτοι εικοσάρηδες με την ορμή της νιότης και της μπιροποσίας, νεαρές κοκέτες έτοιμες να «ροκάρουν», έχουν έρθει για να παρακολουθήσουν τους «Θεούς του Μέταλ», που αν και έχουν κυκλοφορήσει το δέκατο άλμπουμ τους, το κάπως μέτριο «Turbo», ανήκουν ακόμη στις Μεγάλες Δυνάμεις του σκληρού ήχου.

Το ίδιο ισχύει και σήμερα για τους Judas Priest, τρεις δεκαετίες ύστερα από εκείνη τη συναυλία που προτού καν αρχίσει κατόρθωσε να εξάψει και να αποσυμπιέσει τα πάθη των νεαρών Αμερικανών. «Κάποτε οι πιο «άγριοι» φαν βρίσκονταν στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, γιατί ήταν στερημένοι για πολλά χρόνια» λέει σήμερα στα «Πρόσωπα» ο μπασίστας της μπάντας Ιαν Χιλ. «Πλέον είμαστε δημοφιλείς σε πολλές χώρες, για ένα σωρό λόγους. Φέτος ειδικά είναι μια συναρπαστική χρονιά. Οι εμφανίσεις στην Αμερική προσέλκυσαν πολύ κόσμο, ενώ το ευρωπαϊκό κομμάτι της περιοδείας βρίσκεται στα μισά και είμαστε ήδη ενθουσιασμένοι. Φαίνεται πως τα καλύτερα είναι μπροστά μας».

Αν και ακούγεται σαν να ευλογεί τα περιποιημένα γένια του, ο Χιλ μιλάει ως ιδρυτικό μέλος μιας μπάντας που εδώ και 40 χρόνια όχι μόνο ανταποκρίνεται στον σεβασμό τον σταθερά σεβαστικών μεταλάδων, αλλά λειτουργεί και σαν αρχαϊκό καθρέφτισμα των πηγών και των εκβολών της αγαπημένης τους μουσικής. Βαπτισμένοι από το «The ballad of Frankie Lee and Judas Priest» του Μπομπ Ντίλαν, ατσαλωμένοι σε μια υφεσιακή Αγγλία που έστρεφε πολλούς νέους είτε στο πανκ είτε στο εξίσου διασκεδαστικό και συντροφικό «Νέο Κύμα του Βρετανικού Χέβι Μέταλ», οι Priest, μέσα από άλμπουμ όπως «Sad Wings of Destiny», «Stained Class», «British Steel» ή «Painkiller», προσέθεσαν στο μείγμα τα οπερετικά φωνητικά του Ρομπ Χάλφορντ, μια γκαρνταρόμπα γεμάτη δερμάτινα, σχέσεις με κάθε λιανό ή παχύ παρακλάδι του σκληρού ήχου, αλλά και μερικά «υπόγεια μηνύματα»: αυτή τουλάχιστον ήταν η κατηγορία που τους αποδόθηκε το 1990, ύστερα από την αυτοκτονία ενός νεαρού υπό τους ήχους της μουσικής τους (και που τελικά κατέπεσε). Δεν είναι λίγες οι φορές που το μέταλ έχει επικριθεί, για διάφορους λόγους. Στα χρόνια δε της πολιτικής ορθότητας το πράγμα ίσως περιπλέκεται, ίσως όχι: «Δεν έχει νόημα να είμαστε μυγιάγγιχτοι με όλα, περιορίζοντας την ελευθερία του λόγου» σχολιάζει ο Ιαν Χιλ. «Μπορείς να εκφραστείς όπως θέλεις, αρκεί να μην βλάπτεις τον άλλον. Η πολιτική ορθότητα είναι κατανοητή υπό μια ευρεία έννοια, όχι όμως σε κάθε μικρό ζήτημα».

Αρρενωπότητα και ομοερωτισμός

Στο κάτω κάτω μιλάμε για μια μπάντα που ταξινομείται μεν σε ένα μάλλον «αρρενωπό» μουσικό είδος, ο τραγουδιστής της όμως έχει μιλήσει ανοιχτά για τον ομοερωτικό του προσανατολισμό. «Αλίμονο αν οι ταυτότητες αντιστοιχούσαν με συγκεκριμένα γούστα στη μουσική» λέει ο Χιλ σχετικά. «Εξαρτώνται από ένα σωρό παράγοντες: τη δουλειά σου, το πώς διασκεδάζεις, τη μόρφωσή σου, τον χαρακτήρα σου και άλλα, με τα οποία η μουσική απλώς μπλέκεται. Σύμφωνοι, στο μέταλ υπάρχουν πολλοί άντρες φαν, στα σόου μας όμως θα δεις και πολλές γυναίκες, και όχι επειδή στο συγκρότημα έχουμε, λ.χ., τον Τζόνι Ντεπ».

Μια πιο αισθητή απουσία από τις τάξεις τους είναι ο κιθαρίστας Γκλεν Τίπτον. Διαγνωσμένος με Πάρκινσον, ο άνθρωπος που μαζί με τον ομότεχνό του Κ. Κ. Ντάουνινγκ αποτέλεσαν ένα από τα συναρπαστικότερα κιθαριστικά ντουέτα, ανακοίνωσε προ μηνών ότι η ασθένεια σαμποτάρει τα συναυλιακά του καθήκοντα. «Δεν έφυγε όμως από το συγκρότημα» εξηγεί ο Χιλ. «Αντέχει δυο-τρία τραγούδια επί σκηνής, αλλά χρειάζεται ξεκούραση. Μας ακολουθεί από πόλη σε πόλη και αν αισθάνεται καλά βγαίνει και παίζει. Η υποδοχή είναι ενθουσιώδης κάθε φορά, προφανώς όμως δεν μπορώ να υποσχεθώ κάτι».

Καλύτερα από μια άποψη, αν σκεφθεί κανείς περιπτώσεις σαν των AC/DC και του Ανγκους Γιανγκ που μοιάζουν να αντικαθιστούν τις απώλειες με ρυθμό ταμειακής μηχανής. Ο Χιλ διαφωνεί: «Συνεχίζουμε επειδή το αγαπάμε, πάντα αυτός ήταν ο λόγος» διευκρινίζει. «Δεν χρειάζεται να το κάνουμε για την εταιρεία –έχει ήδη βγάλει αρκετά λεφτά από εμάς. Νομίζω ότι ούτε ο Ανγκους αισθάνεται υποχρεωμένος να διατηρεί ενεργούς τους AC/DC –απλώς το διασκεδάζει. Οι φαν είναι η καλύτερη «αγορά». Αν δεν τους αρέσεις πια, δεν εμφανίζονται στις συναυλίες και εσύ παίρνεις το μήνυμα».

Το ίδιο δεν φαίνεται να ισχύει με θεσμούς σαν το Rock’n’Roll Hall of Fame, που αν και προ μηνών συμπεριέλαβε τους Judas Priest στα υποψήφια μέλη του, τελικά δεν τους δέχθηκε. «Δεν περιμέναμε την υποψηφιότητα» παραδέχεται ο Χιλ. «Θα χαιρόμασταν αν τα καταφέρναμε, αλλά δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Δυστυχώς έτσι συμβαίνει με το μέταλ και το Rock’n’Roll Hall of Fame. Λίγες μπάντες γίνονται δεκτές και οι Black Sabbath, λ.χ,. ήταν υποψήφιοι οκτώ φορές προτού εισαχθούν. Δεν θα άλλαζε την καριέρα μας λοιπόν».

Είχαν εξάλλου και έναν δίσκο να ολοκληρώσουν: το «Firepower» που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο, ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο («χάνεις λίγο σε ακρίβεια, κερδίζεις όμως σε «ψυχή»»), είχε ως κιθαρίστες τον σχετικά νεοπροσληφθέντα Ρίτσι Φόκνερ και (παρά ορισμένα κουτσομπολιά) τον Γκλεν Τίπτον, ενώ μπορεί να χαρακτηριστεί το πιο «πολιτικό» της μπάντας (με στίχους για τον πόλεμο και την οικολογία), αλλά και το πιο πολυδιάστατο (με παραγωγούς τον βετεράνο Τομ Αλομ και τον νεαρό Αντι Σνιπ, που εκτελεί και χρέη κιθαρίστα). Χώρια οι συναυλίες, όπως αυτή στο Rockwave, που θα ανοίξουν οι Sabaton, οι θρυλικοί Saxon και Accept, καθώς και οι Foray Between Ocean, Nullo Zero και Jacks Full: «Θα παίξουμε τουλάχιστον τρία κομμάτια από το νέο άλμπουμ, ενώ ίσως ακουστούν και τα «Tyrant», «Sinner» και «Saints in Hell» που είχαν καιρό να ακουστούν» εξηγεί ο Χιλ. «Αρκετά από τα δημοφιλή επίσης. Θα είναι ένα ωραίο μείγμα από παλιά και νέα τραγούδια».

Rockwave Festival, Terra Vibe Park, 37ο χλμ. Αθηνών-Λαμίας, Μαλακάσα, 19/7. Εισιτήρια: 60 ευρώ (προπώληση), 70 ευρώ (ταμείο). Προπώληση: Ticket House, Πανεπιστημίου 42, Αθήνα, Musicland, Μητροπόλεως 102, Θεσσαλονίκη, tickethouse.gr, ticketmaster.gr. Πληροφορίες: rockwavefestival.gr, didimusic.gr