Eνα από τα μοναδικά σημάδια της μακραίωνης ιστορίας των Τρικάλων είναι και η συνοικία Βαρούσι, η οποία βρίσκεται στις παρυφές του Φρουρίου της πόλης. Τα παλιά βαρουσιώτικα σπίτια κτισμένα μεταξύ 18ου και 19ου αι. και οι πολυάριθμες εκκλησίες αντικατοπτρίζουν την οικονομική και πολιτιστική άνθιση εκείνης της εποχής, που ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Επί τουρκοκρατίας ήταν χριστιανική συνοικία, μέχρι τη δεκαετία του 1930 υπήρξε η αρχοντογειτονιά των Τρικάλων και πλέον έχει χαρακτηρισθεί παραδοσιακός οικισμός, διατηρώντας και σήμερα τον πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό της χαρακτήρα.

Η απελευθέρωση του 1881, βρήκε τα Τρίκαλα με χαμηλά πλινθόκτιστα σπίτια και ακανόνιστη ρυμοτομία. Οι πληθυσμοί της πόλης (Τούρκοι, Έλληνες, Άραβες, Εβραίοι) συνυπάρχουν, αλλά ζουν διαχωρισμένοι σε συνοικίες. Οι πλούσιοι γαιοκτήμονες και έμποροι κατοικούν στο Βαρούσι, τη χριστιανική συνοικία κάτω από το βυζαντινό κάστρο, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διευθύντρια Τεχνικών Υπηρεσιών και Προγραμματισμού του Δήμου Τρικκαίων, Φανή Τσαπάλα-Βαρδούλη σύμφωνα με στοιχεία που έχει παρουσιάσει κατά καιρούς σε διάφορα συνέδρια.

Οι στενοί ελικοειδείς δρόμοι αναπτύσσονται δυναμικά ανάμεσα στα διώροφα αρχοντικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά της βαλκανικής αρχιτεκτονικής, επισημαίνει, προσθέτοντας πως τα ισόγεια των σπιτιών χρησιμοποιούνταν για αποθήκες και στάβλους. Γι’ αυτό και για λόγους ασφαλείας, είχαν λιγοστά και μικρά παράθυρα στους χοντρούς πέτρινους τοίχους. Έτσι, σε συνδυασμό με τους ψηλούς μαντρότοιχους των μεγάλων αυλών ο οικισμός παίρνει χαρακτήρα φρουριακό. Τα σπίτια, συνήθως, αναπτύσσονται σε σχήμα Γ γύρω από μια περίκλειστη μεγάλη αυλή. Η πέτρα, σύμφωνα με την κ. Τσαπάλα, κυριαρχεί ως υλικό στο ισόγειο, ενώ οι ξύλινοι όροφοι των σπιτιών απελευθερώνονται, προβάλλοντας πάνω στους στενούς δρόμους με ορθογώνιες ή τριγωνικές προεξοχές, τα ονομαζόμενα σαχνισιά. Τα σαχνισιά γίνονται, για να μεγαλώσουν ή για να ορθογωνιστούν τα δωμάτια του ορόφου, που χρησιμοποιούνταν για την κατοικία της οικογένειας. Πολλές φορές το σαχνισί, το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο του οικισμού επαναλαμβάνεται ακόμα και έξι φορές στο ίδιο σπίτι δημιουργώντας ένα σύνολο με μεγάλη πλαστικότητα.

Τα χρώματα των σοβατισμένων τοίχων είναι ζεστά και γήινα, ώχρες, ροδακινιά, κίτρινα αλλά και λουλακί, πράσινα, τριανταφυλλιά..

Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό των σπιτιών, δίνει το μέτρο μιας ευχάριστης κατοίκησης , ηλιόλουστης, ημιυπαίθριας. Το χαγιάτι, ένας σκεπασμένος χώρος στον όροφο του σπιτιού, ανοιχτός προς την αυλή, ήταν το κέντρο της ζωής της οικογένειας, χώρος όπου τα μέλη της συγκεντρώνονταν, έτρωγαν ακόμη και κοιμούνταν τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού.

Τα μεγάλα παράθυρα στον όροφο, σημειώνει η αρχιτέκτονας, αφήνουν το φως ανεμπόδιστο να μπαίνει στα δωμάτια τους που είναι στολισμένα με τζάκια, φαρδιές ξύλινες ντουλάπες (τις μισάντρες) και σταθερούς ξύλινους καναπέδες (τα μπάσια ή μιντέρια) γύρω από το τζάκι, στρωμένους με πολύχρωμα υφαντά.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα ξύλινα δάπεδα και τα ξυλόγλυπτα ταβάνια δημιουργούν μια ζεστή και οικεία οικογενειακή ατμόσφαιρα. Το Βαρούσι μπορεί να διακρίνεται για τα όμορφα αρχοντικά με τους περίτεχνους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και τις μακριές μαρκίζες, ωστόσο, στη συγκεκριμένη συνοικία βρίσκονται και οι παλαιότερες εκκλησίες της πόλης. Οι σωζόμενοι σήμερα ναοί είναι των Αγίων Αναργύρων (τοιχογραφίες του 1575), του Αγίου Δημητρίου (πριν το 1588, του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος και του Αγίου Παντελεήμονος (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.), του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1674), της Αγίας Μαρίνας (1766), της Αγίας Παρασκευής (1843), της Παναγίας Φανερωμένης ή του Γενεσίου της Θεοτόκου (1849-1853), της Αγίας Επισκέψεως (1863-1877), του Αγίου Στεφάνου (1882) και του Αγίου Νικολάου.