Στη δίνη της εκκολαπτόμενης κρίσης του γαλλογερμανικού άξονα κινδυνεύει να εμπλακεί η Ελλάδα ενόψει των αποφάσεων που πρέπει ληφθούν στο ευρωπαϊκό επίπεδο για το τι θα γίνει μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

Και αυτό διότι το ελληνικό ζήτημα ως ένα βαθμό εμπλέκεται και εντάσσεται στο πλαίσιο των γενικότερων διαφορών που έχει η Γαλλία με τη Γερμανία αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας της ευρωζώνης και τη δυνατοτητά της να έχει προϋπολογισμό, δηλαδή έσοδα και έξοδα. Το γεγονός ότι το τέλος του ελληνικού προγράμματος και οι διαβουλεύσεις για το τι μέλλει γενέσθαι συμπίπτουν χρονικά με την έναρξη των ενδοευρωπαϊκών διαβουλεύσεων για τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις της επόμενης δεκαετίας και την διακυβέρνηση της ευρωζώνης περιπλέκει ασφαλώς τα πράγματα και καθιστά τις συμφωνίες πολύ πιο σύνθετες. Η Ελλάδα μπορεί είτε «να κερδίσει» είτε «να χάσει» όχι μόνο στο επίπεδο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές αλλά και στο επίπεδο των κοινοτικών επιδοτήσεων, όπως και στο επίπεδο των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.

Στην παρούσα φάση ωστόσο, τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι πάντες συμφωνούν ότι το τρίτο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Αύγουστο και ότι τέταρτο δεν θα υπάρξει. Θα υπάρξει όμως εκ του ασφαλούς μια σχετικώς ενισχυμένη επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας και διοίκησης.

Το πόσο ενισχυμένη θα είναι η επιτήρηση και συνακόλουθα το πόσο δεσμευτικές θα είναι οι αποφάσεις των κρατών της ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος είναι το βασικό ζητούμενο, με τη Γαλλία να επιδιώκει αυτόματους τρόπους αποκλιμάκωσης του ελληνικού χρέους και τη Γερμανία να επιθυμεί ορόσημα και προϋποθέσεις. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο ρυθμός ελάφρυνσης της Ελλάδας από το άχθος του χρέους θα εξαρτάται ευθέως από τους ρυθμούς των ιδιωτικοποιήσεων και από τη διατήρηση και ενίσχυση των όσων έχουν συμφωνηθεί. Με βάση την ώς τώρα εμπειρία πολλοί στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι ορισμένα εκ των προαπαιτουμένων για την περάτωση του προγράμματος μέτρων κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έχουν υλοποιηθεί εν ευθέτω χρόνω, δημιουργώντας έτσι de facto τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση των διαβουλεύσεων επί ενδεχομένων νέων μέτρων και μετά τον Αύγουστο. Κάτι που άλλωστε ευνοεί το Βερολίνο, το βάρος της γνώμης του οποίου είναι εξίσου σημαντικό με το βάρος των κεφαλαίων που έχει διαθέσει για τη δανειοδότηση χωρών της ευρωζώνης.