«Και πάσαι μεν αι τέχναι ποιήσεις εισίν» έγραψε ο μεγαλοφυής Πλάτων. Σε λίγο οι έλληνες μαθητές, έτσι όπως σχεδιάζεται το εκπαιδευτικό μέλλον, δεν θα μπορούν να φτάσουν στις αρτεσιανές πηγές της γλώσσας και απλώς θα μασάνε αμερικανιστί τις λέξεις σαν τσιχλόφουσκες, αγνοώντας τη γενεαλογία τους και την εννοιολογική τους περιπέτεια. Τι θα μπορεί να πει ο έρμος ο δάσκαλος, απληροφόρητος κι αυτός, όταν ερωτηθεί από τον φανατικό για γράμματα μαθητή του την ιστορία της λέξης «αμαρτία» π.χ. Πώς ο νέος που διψάει να μυηθεί στη μουσική και στη δομή και τη σημασία της λέξης θα μείνει με την απορία αξεδίψαστος αφού ο δάσκαλος, αποκομμένος από την ιστορία της γλώσσας, δεν θα μπορέσει να αναχθεί π.χ. στη βρυσομάνα του παππού Ομήρου, όπου το ρήμα αμαρτάνω και το ουσιαστικό αμαρτία σημαίνουν απλώς αποτυγχάνω να πλήξω τον στόχο. Ενας πολεμιστής που στη μάχη τοξεύοντας αστοχεί και το βέλος δεν κατευθύνεται εκεί που το επιθυμούσε «ήμαρτεν».

Ιδού λοιπόν που ο διψασμένος για γνώση νέος οδηγείται στη θρησκευτική, κυρίως βέβαια χριστιανική, ηθική, όπου η αμαρτία είναι βέβαια πάντα αστοχία, αποτυχία, πλάνη, αλλά τώρα ο στόχος είναι η θεία εντολή, η σωτηρία και αμαρτωλός όποιος απομακρύνεται με τις πράξεις του από τον παραδείσιο στίχο της σωτηρίας.

Ακούω συχνά και από σοβαρούς ανθρώπους της τέχνης να μιλάνε για εννοιολογική τέχνη!! Εχουν φτάσει διεθνώς (και εδώ μαϊμουδίζοντας) στον έξω κόσμο να «κάνουν τέχνη» παλαιά εικαστική, ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, εγκατάσταση μόνο λέξεις, με κατεβατά από μπροσούρες, όπου μπερδεύονται και ανακατεύονται άκριτα ή περισπούδαστα κοινωνιολογία, οικονομία, ψυχανάλυση, γλωσσολογία, μαθηματικές θεωρίες, ακόμη και εγκληματολογικά ντοκουμέντα. Πρόσφατα και η Αθήνα επελέγη να γίνει θέατρο τέτοιων θεωρητικών φλυαριών όπου το τυχαίο συναγελαζόταν με βαρύγδουπες θεωρητικές μπαλαφαριές, όπου μάθαμε πως το όλο «καλλιτεχνικό» εγχείρημα ήταν μια καλά στημένη μηχανή τραπεζικών και πολιτικών αλισβερισίων, μια διαπλοκή συμφερόντων με θύματα διψασμένους και αναμφίβολα προβληματιζόμενους καλλιτέχνες που αναζητούν το καινούργιο.

Αλλά ας έρθουμε στον ιδιοφυή ορισμό του Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος ομιλεί για «τέχνες» και βέβαια δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε βάναυσες τάχα μου και καλές! Αυτό είναι γέννημα της Αναγέννησης και αργότερα του Ρομαντισμού. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την «ονομάτων επίσκεψιν», την «αρχή Σοφίας». Η λέξη τέχνη έρχεται από την αυγή του πολιτισμού μας και κατάγεται από το ομηρικό ρήμα «τεύχω» και σημαίνει «κατασκευάζω», «συγκροτώ», «δομώ», «ισορροπώ σε όλον επί μέρους στοιχεία, ήτοι τεύχεα – τεύχη. Τα τεύχη των περιοδικών σας είναι εκ κατασκευής τέτοια ώστε να συγκροτήσουν τόμους (τέμνω, κόβω) και οι τόμοι σώματα. Και αντίστροφα. Η εγκυκλοπαίδειά σας αποτελείται από τόμους και οι τόμοι από τεύχη και κάθε τεύχος από λεκτικές ενότητες, συντάγματα και αυτά από λέξεις (συλλαβές και γράμματα).

Γι’ αυτό κατά τον Πλάτωνα όλες οι τέχνες είναι ποιήσεις, όχι βέβαια ποιήματα αλλά δημιουργίες εκ του μηδενός, νέες ανύπαρκτες, ανείπωτες, ανίδωτες, ανήκουστες, άπιαστες μορφές.

Η δράση είναι ενέργεια, η πράξη ενέργεια με ήθος (καλό ή κακό, αδιάφορο, εγκληματικό ή φιλάνθρωπο), η ποίηση είναι, λέει πάλι ο Πλάτων, «πορεία από το μη ον στο ον». Από το χάος στον κόσμο από την ύλη στο είδος. Τώρα θα αντιληφθούμε πώς και γιατί κατά τις Γραφές ο Θεός χαρακτηρίζεται ποιητής ορατών και αοράτων. Ποιητής ουρανού και γης. Και, άρα, μέγας τεχνίτης, αρχιτέκτονας του Σύμπαντος. Μάστορας. Master!

Παρένθεση. Στην πορεία προς την επιστήμη πρέπει να περάσει κανείς από το Master στο Doctorat. Δηλαδή για να φτάσει να γίνει πλατωνικός ποιητής, να γεννήσει κάτι νέο, νέα γνώση, νέα μέθοδο ή να διορθώσει, να καταργήσει εσφαλμένες γνώσεις ή μεθόδους, πρέπει να μάθει τα εργαλεία, τις τέχνες, τα υλικά, τις κατατεθειμένες γνώσεις, τα εργαλεία, τις «τεχνικές».

Πρώτα μαθαίνεις τα χρώματα, τις μείξεις, την παλέτα και μελετάς τους κλασικούς, το σχέδιο και την αντοχή των υλικών και μετά τολμάς να βάλεις στον καμβά τις δικές σου φόρμες με τους δικούς σου συμβολισμούς.

Είναι δυνατόν να γράψεις ποίηση χωρίς γνώση της γλώσσας (γραμματική, σύνταξη, σημασιολογία) και γνώση της ιστορίας του ποιητικού φαινομένου διαχρονικά;

Ο Παλαμάς γεύεται τη γλώσσα ακόμη και τα ιδιώματα για να γράψει τον στίχο: «Δεν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπάω»! Και ο Εγγονόπουλος επίσης όταν γράφει: «Το πρόβλημα δεν είναι αν οι θεοί ζηλεύουν ή οι θεοί δεν ζηλεύουν. Το πρόβλημα είναι αν οι θεοί ζηλεύουν ή οι θεοί ζουλεύουν»!!

Αυτό ονομάζεται μαστοριά, γνώση των υλικών και γνώση της συμπεριφοράς τους μέσα σε μια ορισμένη γλωσσική, χρωματική, κινησιολογική, ρυθμική δομή.

Ο χορός είναι δομές εν χρόνω και χώρω σωμάτων. Η ζωγραφική δομές χρωματικών ρυθμών, η γλυπτική δομές όγκων εν χώρω. Η ποίηση δομές λεκτικών ρυθμών. Πολύ σοφά ο Μαλαρμέ όριζε την ποίηση αρνούμενος ότι γίνεται με ιδέες, αλλά γίνεται με λέξεις.

Ο Εζρα Πάουντ μετέφρασε το λ της Οδύσσειας, τη Νέκυια, τη ραψωδία για τον Κάτω Κόσμο, στα αγγλικά από τη μεσαιωνική λατινική μετάφραση του ομηρικού κειμένου. Και το Canto του είναι φαρδιά πλατιά υπογραμμισμένο ως δικό του ποίημα. Ασφαλώς. Γιατί η ποίηση γίνεται με λέξεις, όχι με ιδέες, είπαμε. Και η ζωγραφική με χρώματα, είτε είναι η αιγυπτιακή Νεφερτίτη, είτε η Μόνα Λίζα, είτε η Γκερνίκα, είτε η άναρχη παλέτα του Ρόθκο. Ζωγραφική δεν είναι το θέμα, είναι η μουσική των χρωμάτων. Γι’ αυτό ζωγραφική δεν γίνεται με λέξεις. Με λέξεις, εν φαντασία, και λόγω, γίνεται η ποίηση του Καβάφη π.χ.

Κάθε τεχνίτης, μάστορας και τα μέσα του. Αλλος τον χρωστήρα, άλλος το καλέμι, άλλος τους ήχους, άλλος τους όγκους, άλλους την κίνηση των σωμάτων και άλλος τη μίμηση πράξεως τελείας ζώντων και άλλος με διαδοχή κινούμενων εικόνων. Οπως και οι άλλοι τεχνίτες αναδύουν νέες μορφές από το χάος και ποιούν φορέματα, παπούτσια, έπιπλα. Τεχνίτες είναι όσοι ξέρουν πού, πότε, πώς και με τι να σπείρουν τον αγρό, τεχνίτες όσοι ξέρουν τα δολώματα και τα περάσματα των ψαριών και την αντοχή των διχτυών. Τεχνίτες οι κτίστες, οι οδηγοί, οι ποδοσφαιριστές, τεχνίτης ο Αντετοκούνμπο. Αλήθεια, γιατί ένα γκολ του Μέσι δεν μπορεί να είναι καλύτερο επίτευγμα μαστοριάς από ένα μέτριο σονέτο και ένα σκυλάδικο τραγούδι;

Γιατί είναι κατώτερη τέχνη – μαστοριά η οδήγηση μιας Φεράρι στη Μόντσα από έναν Ιππόλυτο της φωτιάς στο Ηρώδειο;

Γιατί ένα άρωμα Σανέλ είναι κατώτερη τέχνη από τη γειτονική πολυκατοικία της προχειρότητας; Και γιατί είναι λιγότερο σεβαστά ως τέχνη – μαστοριά χειρισμών και μεθόδων η πορεία ενός μαραθωνοδρόμου από έναν χορευτή καλαματιανού ή ζεϊμπέκικου; «Και πάσαι μεν αι τέχναι ποιήσεις εισίν».

Μαστοριά, όχι θεωρία και λογοδιάρροια και ρητορική δεξιοτεχνία εκεί που χρειάζεται ρυθμός, δομή, ακολουθία, εντάσεις, στροφές και στάσεις, γάμοι τρικούβερτοι χρωμάτων, όγκων, λεκτικών συνταγμάτων, ροής εν χρόνω και χώρω μελών χορδών και οργάνων και φωνών.

Αιφνιδιασμοί μοντάζ, ομοιοτέλευτων ήχων και απροσδόκητων συνάψεων.

Για τον γράφοντα μια καρέκλα Λουδοβίκου ΙΕ’ έχει την ίδια ποιητική αξία με ένα σονέτο του Ρονσάρ και μια γλίτσα ενός ηπειρώτη βοσκού το ίδιο ποιητικό κύρος με τη Φραγκοσυριανή του Βαμβακάρη.

Ενα ραγού της γιαγιάς μου ανταγωνίζεται ισότιμα καλλιτεχνικά με τη γέφυρα του Καλατράβα. Ενας μονόλογος του ηθοποιού που παίζει Μπέκετ καλά θα έκανε να ξεσηκώσει την τεχνική και τον Νουν ενός περάσματος του Ρονάλντο ανάμεσα σε πέντε αμυντικούς. Ποιητικού γένους πέρασμα σαν ένα σκέρτσο του Σοπέν.