Ο κύβος ερρίφθη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε χθες επισήμως τις προτάσεις της για το ύψος των κοινοτικών προϋπολογισμών μετά το 2020, εγκαινιάζοντας μια περίοδο διαπραγματεύσεων των κρατών – μελών της ΕΕ που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα διαρκέσουν τουλάχιστον έναν χρόνο. Συνολικά, η Επιτροπή προτείνει έναν μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό ύψους 1.135 δισ. ευρώ (σε τιμές του 2018) για την περίοδο 2021-2027, που ισοδυναμεί με το 1,11% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ των 27.

Το διακύβευμα είναι σημαντικό, αφού για την Ελλάδα, για παράδειγμα, αφορά ποσά της τάξεως των 4 δισ. ευρώ ετησίως, προορισμός των οποίων είναι τόσο ο αγροτικός τομέας όσο και η κατασκευή έργων υποδομής. Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μεταξύ των κρατών που ωφελούνται περισσότερο από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις, οι οποίες από την εποχή των πακέτων Ντελόρ ώς σήμερα έχουν υπερβεί τα 100 δισ. ευρώ.

Το βασικό χαρακτηριστικό των χθεσινών προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι οι «λελογισμένες μειώσεις» των κονδυλίων που αφορούν τις λεγόμενες παραδοσιακές κοινοτικές δαπάνες, δηλαδή τις δαπάνες για την αγροτική και την περιφερειακή πολιτική της ΕΕ, που ώς σήμερα αναλογούν στο 80% του συνόλου των ευρωπαϊκών δαπανών. Οι μειώσεις αυτές οφείλονται ώς έναν βαθμό στην επικείμενη αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, συνεπεία της οποίας τα έσοδα του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού θα εμφανίσουν μια τρύπα της τάξεως των 10 με 12 δισ. ευρώ ετησίως. Οφείλονται επίσης στον μερικό αναπροσανατολισμό των κοινοτικών δαπανών προς τομείς όπως η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και η ανάπτυξη των αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ, οι οποίες ώς σήμερα ήταν ελάχιστες. Σε πρώτη ανάγνωση οι εξελίξεις αυτές δεν είναι ανησυχητικές για την Ελλάδα, αφού τα κονδύλια που θα χαθούν από τις μειώσεις των δαπανών της αγροτικής και της περιφερειακής πολιτικής θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν από την αύξηση των κοινοτικών δαπανών για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και τη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων. Οι συνοριοφύλακες της Frontex, για παράδειγμα, αναμένεται να οκταπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου, η Επιτροπή για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ πρότεινε χθες δύο δημοσιονομικά μέσα, με στόχο την ενίσχυση της σταθερότητας και τη σύγκλιση προς τα επίπεδα της ζώνης του ευρώ. Συγκεκριμένα, προτείνεται ένα νέο Πρόγραμμα Στήριξης Μεταρρυθμίσεων, το οποίο –με συνολικό προϋπολογισμό ύψους 25 δισ. ευρώ –θα παρέχει χρηματοδοτική και τεχνική στήριξη σε όλα τα κράτη – μέλη για την πραγματοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καθώς και ένας μηχανισμός σύγκλισης που θα παρέχει στήριξη σε κράτη – μέλη εκτός ευρωζώνης. Παράλληλα, προτείνεται ένα νέο μέσο για τη σταθεροποίηση των επενδύσεων σε περιόδους «ασύμμετρων κλυδωνισμών», αλλά και για την τόνωση των επενδύσεων σε χώρες που θέλουν να προσελκύσουν επενδύσεις. Το μέσο αυτό θα λάβει αρχικά τη μορφή δανείων αντιστήριξης, εγγυημένων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ύψους έως και 30 δισ. ευρώ, που θα συνδυάζονται με χρηματοδοτική ενίσχυση στα κράτη – μέλη για την κάλυψη του κόστους των τόκων.

Οι προτάσεις της Επιτροπής έδειξαν να ικανοποιούν χθες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του οποίου η συναίνεση είναι αναγκαία για την έγκριση των κοινοτικών προϋπολογισμών. Αντιρρήσεις διατύπωσαν ωστόσο χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι οποίες διαφωνούν πλήρως με την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή να συνδέεται η παροχή των κοινοτικών κονδυλίων με τον σεβασμό του κράτους δικαίου από τις χώρες – μέλη της ΕΕ.