Την προηγούμενη Παρασκευή, σε εκδήλωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, παρόντος του Προέδρου της Δημοκρατίας, διασταύρωσαν τα ξίφη τους ο γερμανός συνταγματικός δικαστής Πίτερ Χούμπερ και ο ιταλός πρώην πρωθυπουργός Τζουλιάνο Αμάτο. Το θέμα ήταν η αυτονομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, τόνισε ο γερμανός δικαστής, αποτελεί κάμψη της δημοκρατίας και η δράση της πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο. Οταν χρειάζομαι ιατρική συμβουλή θα πάω σε γιατρό διότι αυτός γνωρίζει, αντέτεινε ο «Νέστορας» της ιταλικής πολιτικής.

Τι ισχύει λοιπόν; Η ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα είναι όντως κάμψη της δημοκρατίας; Ενα ελιτίστικο κακό που ορισμένοι αποδέχονται ως αναγκαίο και άλλοι επιθυμούν να ξεφορτωθούν;

Ας δούμε τα δεδομένα. Οπου το πολιτικό σύστημα είχε άμεσο έλεγχο στην νομισματική πολιτική, συχνά παρασυρόταν από τις σειρήνες του εκλογικού κύκλου. Ακολουθούσε πληθωριστικές πολιτικές που δημιουργούσαν βραχυπρόθεσμα (πριν από τις εκλογές) ορισμένη κίνηση. Αυτή συνήθως δεν συνέβαλλε σε βιώσιμη ανάπτυξη. Το παραγωγικό σύστημα αντιλαμβανόταν ότι η κίνηση στις τιμές δεν σήμαινε ότι τάχα η οικονομία αξιολογούσε θετικά όσα προσέφερε η αποτελματωμένη παραγωγή. Ετσι, μακροπρόθεσμα το μόνο που παρέμενε ήταν ο πληθωρισμός, με τα βάρη και την αβεβαιότητα στις παραγωγικές δυνάμεις.

Αντίστοιχα ισχύουν και για άλλα ζητήματα, όπως για την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. Πλήθος ερευνών επιβεβαιώνουν ότι η συμβίωση πολιτικού και τραπεζικού συστήματος συντηρεί κλειστές δομές. Το κράτος εγγυάται προνόμια στις τραπεζικές ολιγαρχίες και αυτές υποβαστάζουν κοντόθωρες, αντιπαραγωγικές κρατικές πολιτικές. Το αποτέλεσμα, να πληρώνει τα σπασμένα η οικονομία.

Η απάντηση σε αυτά τα αδιέξοδα είναι μία. Η νομισματική πολιτική πρέπει να έχει σαφή προσανατολισμό, με άξονα τη νομισματική σταθερότητα. Αυτή η πολιτική κρίνεται αξιόπιστη από το παραγωγικό σύστημα όταν ασκείται ανεξάρτητα από τον τρέχοντα εκλογικό ανταγωνισμό. Προς τούτο, θέλουμε την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Υπό τον αυτονόητο όρο ότι υπάρχει δημόσια λογοδοσία για τις πράξεις τους. Και ότι οι κυβερνήσεις δεν προσπαθούν να καπαρώνουν την «ανεξαρτησία» διορίζοντας κομματικά ελεγχόμενους τραπεζίτες.

Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ποιος έχει δίκιο; Υπόρρητα, η γερμανική επιφύλαξη αφορούσε χώρες όπως η Ελλάδα: Δεν θα αφήσουμε ανεξέλεγκτη την Ευρωτράπεζα να χρηματοδοτεί από την πίσω πόρτα την Ελλάδα, χαλαρώνοντας την πίεση για μεταρρυθμίσεις. Η επιφύλαξη ήταν όμως άστοχη, διότι αυτό που (πρέπει να) ενδιαφέρει την Ευρωτράπεζα είναι κάτι πιο βασικό: το αγαθό της σταθερότητας τιμών να φθάνει σε κάθε ευρωπαϊκό νοικοκυριό και επιχείρηση, άρα και στην Ελλάδα.

Αυτές οι σκέψεις βοηθούν να απαντηθεί το μείζον ερώτημα. Αν αφήναμε το αγαθό αυτό να εξαρτηθεί από τις πρόσκαιρες επιθυμίες του πολιτικού συστήματος, το παραγωγικό σύστημα θα κλώτσαγε. Και, ειδικά ως προς εμάς, με δεδομένο ότι η χώρα μας υστερεί σε πολιτική ισχύ, θα αδικούμασταν.

Ποιο είναι το συμπέρασμα; Ενας θεσμός χτίζει την αξιοπιστία του στην πράξη. Η ανεξαρτησία είναι σημαντικό εργαλείο. Οπως και η δημόσια λογοδοσία. Εάν αυτά λειτουργούν, οι θεσμοί αποτελούν εγγύηση και όχι απειλή για τη δημοκρατία. Καθιστούν τις εξαγγελίες της προς τους πολίτες φερέγγυες.

Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου, διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών