Την περασμένη εβδομάδα, πρόσφυγες και μετανάστες, υποστηριζόμενοι από λεγόμενους «αλληλέγγυους», κατασκήνωσαν στην κεντρική πλατεία Σαπφούς της Μυτιλήνης, διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες στις «αποθήκες ψυχών» που είναι τα στρατόπεδα υποδοχής και διεκδικώντας άμεση εξέταση του αιτήματος ασύλου που έχουν υποβάλει και απεγκλωβισμό τους από το νησί. Την περασμένη Κυριακή, εξτρεμιστές της Ακροδεξιάς, αλλά και αγανακτισμένοι πολίτες (θυμούνται στον ΣΥΡΙΖΑ την ορολογία;), περικύκλωσαν και κτύπησαν τους πρόσφυγες. Στο τέλος, η Αστυνομία, που επί μέρες απλώς παρατηρούσε, συνέλαβε 120 πρόσφυγες. Και έτσι αποκαταστάθηκε η τάξη.

Μετά τη λήξη αυτού του επεισοδίου, γράφτηκαν πολλά για ακροδεξιούς που σήκωσαν κεφάλι, για φασίστες που βρήκαν ευκαιρία, για χρυσαυγίτες που τρίβουν τα χέρια και για μια Αστυνομία που κάνει πλάτες στην ακροδεξιά βία.

Για το τελευταίο νομίζω ότι αδικείται η Αστυνομία. Γενικώς αδιαφορεί για κάθε είδους βία. Για τη βία του Ρουβίκωνα, των «παιδιών» με τις μολότοφ, ακόμα και για τη βία του κοινού εγκλήματος. Οπως και στην υπόλοιπη χώρα, και στη Μυτιλήνη η Αστυνομία του Νίκου Τόσκα απλώς κατόπιν εορτής ταλαιπωρεί τα θύματα.

Υπάρχει και μια χειρότερη πραγματικότητα, του δήθεν συριζαϊκού ανθρωπισμού. Το κόμμα που μεταχειρίστηκε τους πρόσφυγες ως εργαλείο για την εξουσία, μετά το φιάσκο Μουζάλα, ανέθεσε το ζήτημα στον Δημήτρη Βίτσα. Ετσι υπουργός υπάρχει, αλλά «μεταναστευτική πολιτική» δεν υπάρχει. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στην Ευρώπη (που πληρώνει), η δύσκολη δουλειά ανατέθηκε σε επιδοτούμενους ανθρωπιστές κι η διευθέτηση των προβλημάτων στη γνωστή ελληνική γραφειοκρατία. Κι ο υπουργός αποφεύγει τη δημοσιότητα. Οταν κάτι συμβαίνει, περνά απαρατήρητος.

Μόνη πιθανότητα να προσέξουν τις ευθύνες του, τα ΜΜΕ. Διατηρώντας την απαγόρευση πρόσβασής τους στους καταυλισμούς, δεν μαθαίνουμε λέξη για όσα φρικιαστικά συμβαίνουν εκεί –τους βιασμούς, τη βία, το εμπόριο ναρκωτικών, την ψυχική και σωματική διάλυση παιδιών, γυναικών, αρρώστων, γενικώς των αδυνάτων. Κρύψε και κρύψου.

Βέβαια, όταν το κράτος απουσιάζει από τους καταυλισμούς διωγμένων, όπου κυρίως είναι απαραίτητο, προκύπτουν ζητήματα. Ανθρωπιστικό έλλειμμα αλλά και εγκληματικότητα. Στο κενό του κράτους εμφανίζεται η εξτρεμιστική Ακροδεξιά ως εκπρόσωπος του κτηματία που κλαίει την περιουσία του, των επαγγελματιών που ψάχνουν φταίχτες για την κατάρρευση του τουρισμού, των εργαζομένων… Κι η Χρυσή Αυγή εισπράττει τη διαμαρτυρία από το κενό κρατικής αποτελεσματικότητας –φιλοξενίας, επιτήρησης, αστυνόμευσης. Αρέσει – δεν αρέσει, αυτή είναι η πραγματικότητα, σε αυτήν οδήγησε η δήθεν «προοδευτική» διαχείριση.