Στα πλαίσια των πασχαλινών εμπειριών η Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής στο Ιδρυμα Νιάρχου παρουσίασε τις «Μέρες λατρευτικής μουσικής», μια έξοχη εκδρομή στη «χώρα» του Μπαχ έως στα υπόγεια της Νέας Ορλεάνης με τζαζ. Ανάμεσα σ’ αυτά και ως καταληκτήρια μέθεξη είδαμε και ακούσαμε τον «Ξεπεσμένο Δερβίση» της Φένιας Παπαδόδημα, μια μουσική και ποιητική εμπειρία βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Εχω και άλλοτε γράψει γι’ αυτό το απροσδόκητο κείμενο του μεγαλοφυούς μας πεζογράφου. Και πρόσφατα με τις ενδιαφέρουσες απόπειρες σκηνικής του προσέγγισης. Είχα τότε την ευκαιρία να αναφερθώ σε μια αναγνωστική διαστροφή του έργου του που σχεδόν τον καθήλωνε σε μια ιδεοληπτική προσήλωσή του σε μια σχεδόν αγιορείτικη ορθόδοξη παρέκκλιση. Σ’ αυτή τη στρεβλή ερμηνεία του έργου του κατέφυγαν συχνά και κάποιοι καθηγητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το ιδεολογικό πρόσχημα μιας τάχαμου διαφωτισμένης και ορθολογιστικής ανάγνωσης της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, λες και δεν ήταν ευλογημένη προίκα για τη λογοτεχνία μας που συνυπήρχαν και διαλέγονταν ελεύθερα ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο Μητσάκης, ο Παπαδιαμάντης και οι ριζοσπάστες απόγονοι του Σολωμού στα Επτάνησα.

Η μονομερής παλαιορθόδοξη ανάγνωση του Παπαδιαμάντη άφηνε αμήχανα ασχολίαστο τον ερωτικό συγγραφέα ή, πονηρά, προσέγγιζε τον σχεδόν ερεθιστικό ερωτισμό του με το παραπλανητικό «εύρημα» των θεολόγων που σώνει και καλά διάβαζαν τάχα μου συμβολικώς θεολογικά το έξοχο «Ασμα ασμάτων» του Σολομώντα στην Παλαιά Διαθήκη, ένα από τα εξαίσια ερωτικά ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Αμήχανη αυτή η ερμηνευτική διαστροφή αγνόησε ή παραγκώνισε τον «Ξεπεσμένο Δερβίση», ένα αριστούργημα αισθητικής ηθικής.

Το εξαίσιο αυτό κείμενο δεν μπορεί κανείς να το κατανοήσει, αν αγνοήσει πως ο Παπαδιαμάντης εκτός από μεγαλοφυής πεζογράφος και μεταφραστής (του Ντοστογέφσκι, του Τσέχοφ κ.λπ.) υπήρξε και ψάλτης σε ναΐσκο της Πλάκας. Αρα γνώρισε σε βάθος τη λειτουργική μουσική, την επονομαζόμενη βυζαντινή, που οι ιστορικοί μας βεβαιώνουν ότι είναι μια ιδιοφυής στρωματογραφία της αρχαίας ελληνικής, της περσικής, της ινδικής και της συριακής μουσικής παράδοσης, όπως διαμορφώθηκε από τις επιρροές των λαών της Ασίας μεταξύ τους κατά την αλεξανδρινή πολιτιστική κατάκτηση.

Η βυζαντινή αυτοκρατορία, ιδίως μετά την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, δέχτηκε και την επιρροή του γρηγοριανού ιδιώματος έτσι ώστε η μουσική φυσιογνωμία της μουσικής που έφτασε στην μετεπαναστατική Ελλάδα να είναι μια μιγαδική γλώσσα που συνδύαζε και τροφοδοτούσε συνάμα τα Επτάνησα με Ανατολή, τον Πόντο με Κυκλάδες, την Κρήτη με Δωδεκάνησα και την Αττική με Αλβανία.

Το έχω γράψει και πρόσφατα εδώ, ότι μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη κωμωδία η «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου αλλά ιδεολογικά αποτελεί μια ταφόπλακα που ενταφίασε τις γόνιμες και ζωντανές γλωσσικές και μουσικές φλέβες της ελληνικής πολιτισμικής διασποράς.

Ο εξαίσιος ορισμός του Γεωργίου Μέγα πως λαογραφία είναι η μελέτη της Παράδοσης ενός ζώντος παρόντος λαού και όχι ένα αρχαιολογικό πολιτισμικό μνημείο του παρελθόντος, δυστυχώς έγινε, με τη συμβολή των διαφωτισμένων μαϊμούδων, μια γραφικότητα των πανηγυριών και των εθνικών επετείων.

Μέσα σ’ αυτό το τάχαμου νεωτεριστικό πνεύμα συκοφαντήθηκε και ο Παπαδιαμάντης και περιορίστηκε σε μια ιδιότυπη φιγούρα του Κοσμοκαλόγερου με τα χριστουγεννιάτικα ή πασχαλινά του διηγήματα, ενώ όλοι γνώριζαν πως η θεματολογία του ήταν απαίτηση των εφημερίδων της εποχής που ζητούσαν επίκαιρη ύλη για τις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας.

Ετσι αποσιωπήθηκε ο ερωτικός Παπαδιαμάντης και ο εραστής της μουσικής διαχρονίας μας.

Αν θέλετε να φέρετε σε αδιέξοδο αισθητικό και ιδεολογικό κάποιον «διαφωτισμένο» λόγιο βάλτε του κάτω από τα γυαλιά του τον «Ξεπεσμένο Δερβίση». Εναν ξένο (;) που στα 1895 περιφέρεται στην Πλάκα, στις γειτονιές γύρω από το Θησείο, στους καφενέδες που διανυκτερεύουν, ανάμεσα σε εργάτες και μαγαζάτορες, σαλεπιτζήδες και χωροφύλακες και ανέστιος, πένης, χωρίς ταυτότητα, χωρίς ιθαγένεια, εξόριστος (;), φυγάς (;), ζητιάνος, αλήτης παίζοντας το νέι, το σουραύλι του μέσα στα σκάμματα που ετοιμάζονται να υποδεχτούν τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο του Τρικούπη, παίζει ώς το ξημέρωμα και η μελωδία του, που ο Παπαδιαμάντης την στολίζει με δεκαπέντε περίπου επίθετα και εξαίσιους χαρακτηρισμούς αγκαλιάζει το Θησείο, τον Παρθενώνα, την Αγια-Σοφιά, τζαμιά και παγόδες, το αιγυπτιακό Καρνάκ και τις κατακόμβες της Ρώμης, τα κελιά του Αγίου Ορους, τις σκήτες της Γαλιλαίας, τις καλύβες των Βεδουίνων και τους τεκέδες των Σούφι, τους στροβιλισμούς των Δερβίσηδων και τις πεντάτονες μελωδίες της Ηπείρου, της Κίνας και της Ιρλανδίας.

Στη θύρα της Ακαδημίας του ο Πλάτων υποδεχόταν τους μαθητές απ’ όλη την Ελλάδα με την επιγραφή: «Μουσικήν ποίει και εργάζου». Και παραδίπλα: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω». Γιατί τα μαθηματικά είναι το θεμέλιο της μουσικής και η μουσική η αποθέωση των μαθηματικών. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης δεν δίνει καμιά άλλη πληροφορία για τον περιπλανώμενο Δερβίση του. Ούτε επάγγελμα, ούτε θρησκεία, ούτε φυλή, ούτε γλώσσα σημαδεμένη με κουλτούρα. Μόνη πατρίδα του η μουσική. Αλλά η μουσική αυτή έχει μεσογειακή ιθαγένεια και η Παπαδόδημα τον εφοδίασε και με άλλο παγκόσμιο μουσικό διαβατήριο. Η ορχήστρα της αποτελούμενη από βιρτουόζους του αυτοσχεδιασμού, τον Παναγιώτη Κωστόπουλο (τύμπανα), τον Ντέιβιντ Λιντς (σαξόφωνο, φλάουτο, κρουστά), τον Γιώργο Παλαμιώτη (ηλεκτρικό μπάσο, ηλεκτρονικά), τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο (τρομπέτα, φιλοκόρνο, ηλεκτρονικά) και την ίδια πολυτάλαντη Παπαδόδημα (φωνή, πιάνο, άρπα, λούπες), ακολούθησαν τα σταυροδρόμια του Δερβίση, πέρασαν από την Ασία, τα Βαλκάνια, την Ιταλία, την Ισπανία και κυρίως την Ινδία, τη Μικρά Ασία και τη Νέα Ορλεάνη και πάντρεψαν όπως έγραφα σαράντα χρόνια πριν στις «Σειρήνες» τις «ρίζες της Ανατολής και τους καρπούς της Δύσης» και χαίρομαι γι’ αυτή τη συνάντηση. Ας μην ξεχνάμε επίσης τους στίχους του Παλαμά στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»: «Δύσαμε στην Ανατολή και ανατείλαμε στη Δύση»!

Η Φένια Παπαδόδημα που πριν λίγα χρόνια μας εξέπληξε με την ομηρική της «Νέκυια» και παλιότερα με τις εκλεκτικές της δημιουργίες είναι κατ’ αρχάς ένας ανήσυχος άνθρωπος, απαιτητικός με τον εαυτό του και συνάμα «διαβασμένος». Σε μια εποχή που ο ερασιτεχνισμός απώλεσε και τον έρωτα και την τέχνη και κατήντησε αισθητικό άλλοθι ατάλαντων και καιροσκόπων, καλλιτέχνες σαν την Παπαδόδημα «μουσικήν ποιούν και εργάζονται», πείθουν ταλαντούχους συνεργάτες και προτείνουν έργα αιχμής, δηλαδή ερεθιστικά για προβληματισμό συχνά κόντρα στη μόδα, στον συρμό και στην ευκολία του μαϊμουδισμού.

Θα είναι κρίμα «Ο ξεπεσμένος Δερβίσης» να περιοριστεί στη μία (!) παράσταση στο πλαίσιο μιας πράγματι γόνιμης πρωτοβουλίας της εναλλακτικής σκηνής του Ιδρύματος Νιάρχου. Πριν από πενήντα έτη, σε δίσεκτα χρόνια έγραφα σε μια ποιητική μου επιθυμία ό,τι τώρα ήρθε να το συναντήσει η γενναιοδωρία της Παπαδόδημα.

«Αν ήμουν άλλος κι ήταν άλλοτε / κι αν είχα λύρα θα την έκρουα / με το φτερό του κύκνου / όμως δεν έχω / λαλώ μια γλώσσα παλαιά / και το πολύ να πω / παώνια τα παγώνια».

Θα μου πεις: Εδώ συζητείται να βγει η Αντιγόνη και ο Επιτάφιος από την εκπαίδευση!