Της Χριστίνας και του Τάκη

Δεν μπορείς ποτέ να υπολογίσεις στη ζωή σου ποιος θα σου απλώσει ένα χέρι βοήθειας την ώρα που πνίγεσαι. Μπορεί να φανταζόσουν ότι θα ήταν ένας γνωστός ή ένας φίλος που αυθόρμητα και αυτόματα θα ερχόταν στο μυαλό σου, ενώ θα κινδύνευες, και θα έσπευδες να τον ενημερώσεις, και τώρα, την ώρα της μεγάλης και απρόβλεπτης δοκιμασίας, χωρίς στην αλήθεια να τον έχεις αναζητήσει, ενστικτωδώς, τον αναγνωρίζεις χιλιόμετρα μακριά σου. Ισως γιατί περίμενες το ενδιαφέρον και η αγάπη του να είναι τόσο μεγάλα, ώστε θα ήταν ήδη κοντά σου χωρίς να του έχεις καν υπαινιχθεί πόσο τον χρειάζεσαι.

Χωρίς επίσης να έχεις ποτέ υπολογίσει σε έναν χώρο που σχεδόν καθημερινά ερχόσουν σε επαφή μαζί του και σου ήταν εντελώς αδιάφορος, πόσο παρηγορητικός θα μπορούσε να σταθεί στην περιπέτειά σου –τι θαύμα στ’ αλήθεια κι αυτό! Μια περιπέτεια που μεταφράζεται σε μια καθημερινή, «υποχρεωτική» παραμονή, σε έναν χώρο δυο τριών ωρών προκειμένου να είσαι κοντά στον άνθρωπο που δοκιμάζεται ώστε, αν απροβλέπτως σε χρειαστεί, να μπορείς άμεσα να ανταποκριθείς, χωρίς όμως να αποκτά ο ίδιος πλήρη συνείδηση του πόσο κοντά του βρίσκεσαι, αφού η αίσθηση ότι μένεις διαρκώς σχεδόν δίπλα του γιατί κινδυνεύει, θα επιδείνωνε την κατάστασή του.

Με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι ως πραγματική ανακάλυψη την ύπαρξη ενός καφενείου όπως ακριβώς οι συνθήκες της δοκιμασίας σου το προϋποθέτουν -καμιά σχέση με τα θορυβώδη, ψευτοπολυτελή σύγχρονα καφέ, που οι πελάτες τους μοιάζουν να διαθέτουν μια περίσσεια υγείας και χαράς που δεν πρόκειται να τους εγκαταλείψουν ποτέ. Εδώ, σαν στη μέση μιας ερήμου, αν και στο κέντρο μιας κοσμοβριθέστατης πλατείας της Αθήνας, με πελάτες όμοιους με απόκληρους και παρίες που θα έλεγες ότι έχουν εκλείψει πια, με τον καθένα όσο κρατάει η «συναναστροφή» να υποδύεται όποιο πρόσωπο θα ήθελε, χωρίς να λείπουν οι δυο τρεις μισοκοιμισμένοι, αν και μόλις δέκα η ώρα το βράδυ, αναρωτιέσαι, χωρίς να εξαιρείς τον εαυτό σου από αυτή τη συγχορδία, τι απατηλό πράγμα η πρόοδος και η εξέλιξη, όταν μέσα σε ένα μισοφωτισμένο καφενείο, ξαναστήνεται με έναν τρόπο «αρχέγονο» η ζωή, απέραντα πιο παρηγορητικό σε σχέση με την παρηγοριά που θα μπορούσε να σου προσφέρει οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Αν και όσοι σε περιβάλλουν αγνοούν τη δοκιμασία σου, ως παραμυθία φτάνουν στα αφτιά σου οι κουβέντες τους, οι παράταιρες, οι άσχετες, ακριβώς γιατί για να μπορείς να τις ακούς σημαίνει ότι δεν είσαι τόσο διαφορετικός σε σχέση με τους ίδιους και ότι η δοκιμασία σου δεν γίνεται να είναι τόσο μεγάλη.

Εξισώνεσαι μαζί τους γιατί, άγνωστοι καθώς σου είναι, δεν θα είχαν κανέναν λόγο να σε βοηθήσουν και ωστόσο το κάνουν. Με μικρότερο ίσως πρόβλημα όσον αφορά το δικό σου, συνεργούν ερήμην τους στη δημιουργία ενός κοινού παρονομαστή που σε περιλαμβάνει εμψυχωτικά μέσα του, όσο ενδεχομένως δεν θα το κατόρθωνε οποιοσδήποτε σε «διατεταγμένη» υπηρεσία γιατρός ή ιερωμένος.