«Το κλίμα διχόνοιας δεν μπορεί να περάσει στους θεσμούς», δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Αλιβιζάτος. Ο συνταγματολόγος, που συνέβαλε στην πρόταση του Κινήματος Αλλαγής για τη συνταγματική αναθεώρηση, αναλύει τους λόγους για τους οποίους η συζήτηση γύρω από το Σύνταγμα πρέπει να ανοίξει άμεσα. «Πιστεύω ότι θα είναι πολύ δύσκολο ο ΣΥΡΙΖΑ να πει όχι στην πρότασή μας. Εκτός κι αν έχει μετεξελιχθεί σε ολοκληρωτικό κόμμα και δεν το γνωρίζουμε», σχολιάζει, απαντώντας στην κριτική του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου.

Πώς προέκυψε η πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση;

Επεξεργαζόμενοι τις θέσεις του Κινήματος Αλλαγής για τους θεσμούς, προέκυψε, και νομίζω εύλογα, η διάκριση ανάμεσα σε απώτερα ζητήματα, στα οποία υπάρχει έντονο το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, και σε άμεσα, συγκεκριμένα ζητήματα. Για τα απώτερα, έχουμε καιρό να συζητήσουμε, από την στιγμή που δεν υπάρχουν ακόμα γενικότερες συναινέσεις. Για τα άμεσα, αντίθετα, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο –και επειδή δεν είμαστε πανεπιστημιακό σεμινάριο, αλλά και γιατί υπάρχει ένα πάνδημο αίτημα το πολιτικό σύστημα να ανταποκριθεί στην ανάγκη για εξυγίανση, προστατεύοντας το κράτος δικαίου που απειλείται. Πάνω σ’ αυτό συνθέσαμε την πρόταση, να μην μπορεί η εκάστοτε πλειοψηφία να κάνει ό,τι θέλει. Λίγο να μιλήσεις με ανθρώπους που παρακολουθούν τα ελληνικά πράγματα, τους κάνει τρομερή εντύπωση το κλίμα διχόνοιας, η κάθετη διχοτόμηση. Αν αυτή περάσει στους θεσμούς, είναι το προεόρτιο του εθνικού διχασμού και του εμφυλίου πολέμου.

Η πρότασή σας, επομένως, τι περιλαμβάνει;

Το άρθρο για την ευθύνη υπουργών, για τη βουλευτική ασυλία, για την επιλογή προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των προέδρων των Αρχών και για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Για το πρώτο, ας πούμε, η πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών αναθέτει αυτήν την αρμοδιότητα σε δικαστικό όργανο -το τελευταίο παράδειγμα είναι η Γαλλία, με εισαγγελείς και τακτικούς δικαστές. Τα κόμματα είναι διστακτικά, γιατί δεν είναι έτοιμα να θυσιάσουν την πυρηνική βόμβα που έχουν στα χέρια τους, την δυνατότητα να χώσουν μέσα τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Πλέον έχω την εντύπωση πως οι συνθήκες έχουν ωριμάσει. Αυτό, όμως, που λύνει όλα τα άλλα είναι ο τρόπος αναθεώρησης του Συντάγματος. Δυστυχώς, το ισχύον σύστημα καθιστά λογικές τις πληθωρικές αναθεωρήσεις. Πρόκειται, όμως, για ένδειξη υπανάπτυξης. Οι αναθεωρήσεις πρέπει να λύνουν υπαρκτά προβλήματα. Θυμίζω ότι το γαλλικό Σύνταγμα του 1958 έχει αναθεωρηθεί πάνω από 30 φορές και το γερμανικό του 1949, πάνω από 100. Εχει «μπαναλοποιηθεί» η αναθεώρηση και αυτό πρέπει να γίνει και εδώ –με αυξημένη πλειοψηφία, αλλά σε μία Βουλή και χωρίς την αναθεωρητική αδράνεια.

Κάτι τέτοιο δεν θα διευκόλυνε και αλλαγές που ίσως δεν θα έπρεπε να γίνουν;

Οι αυξημένες πλειοψηφίες δεν προδικάζουν κάτι τέτοιο. Ακόμα όμως κι αν συνέβαινε, θα μπορούσαμε αργότερα να επανέλθουμε. Εχουμε λύσει πια τα ζητήματα που επέβαλαν σκληρότητα του Συντάγματος. Το όριο ηλικίας των καθηγητών του πανεπιστημίου, ας πούμε, γιατί πρέπει να το έχουμε; Υπάρχουν μια σειρά από διατάξεις που προστατεύουν συντεχνιακά συμφέροντα που πρέπει να εκλείψουν. Αν θέλει μια πλειοψηφία να το βάλει, η επόμενη μπορεί να το βγάλει.

Είμαστε όμως μια χώρα που πέρασε πρόσφατα δικτατορία.

Σχεδόν 45 χρόνια πριν. Η Ισπανία, με παρόμοια ιστορία, έχει προχωρήσει. Πρέπει να κοιτάμε μπροστά. Παθιάζομαι με την ιστορία, όμως εδώ υπάρχει ένα υπόλειμμα άλλης εποχής. Δεν νομίζω ότι τίθεται θέμα σταθερότητας του πολιτεύματος. Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη το 1936 και το 1967, το Σύνταγμα άντεξε, με τις όποιες διαστρεβλώσεις. Υπάρχουν όμως κάποιες ατυχείς διατάξεις που ευνοούν την εκτροπή.

Δηλαδή;

Οι σχετικές με την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Δεν είναι δυνατόν το σύστημα να μείνει ως έχει. Νομίζω πως έχει λογική να επιλέγει ο Πρόεδρος από έναν κατάλογο που θα του υποβάλλεται. Να θυμίσω, επίσης, ότι το 2020 βρισκόμαστε μπροστά στην επόμενη εκλογή Προέδρου. Αν δεν υπάρξει λύση, ελλοχεύει ο κίνδυνος να προκληθούν νέες εκλογές όπως το 2015. Αυτό δεν νομίζω ότι είναι κάτι που πρέπει να ξαναζήσει η χώρα, οφείλουμε να το προλάβουμε. Εκτός, φυσικά, αν ακολουθήσει ο κ. Παυλόπουλος την πρόταση του κ. Μάνου και σπεύσει να προκαλέσει εκλογές τώρα παραιτούμενος.

Η παρουσία σας στην εκδήλωση του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Καραμανλής σηματοδοτεί μια προσέγγιση με τη ΝΔ;

Δεν τους είδα αρνητικούς. Δεν παρέστη, βέβαια, ο κύριος Μητσοτάκης, αλλά όλοι οι ιθύνοντες που ασχολούνται με το θέμα. Είδα στα πρόσωπά τους αρκετό ενδιαφέρον. Μιλάμε για τα think tanks των κομμάτων, τα οποία οφείλουν να παίρνουν υπόψη την αξίωση της κοινής γνώμης. Αν περάσει αυτή η Βουλή χωρίς να έχει κινηθεί η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, ο κόσμος δικαίως θα μας μουντζώνει.

Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να συναινέσει σε μια τέτοια πρόταση; Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος ήδη την αποκάλεσε «τεχνοκρατική και απολιτίκ».

Από πότε η προστασία και η ενίσχυση του κράτους δικαίου είναι «τεχνοκρατικά» και «απολίτικα» αιτήματα; Πολύ φοβάμαι ότι ο κ. Τζανακόπουλος παρασύρεται από ιδεοληψίες. Οσο για τη γνωστή, εδώ και δύο χρόνια, κυβερνητική εξαγγελία, να την δούμε να πραγματώνεται και να μην το πιστεύουμε. Πιστεύω ότι θα είναι πολύ δύσκολο ο ΣΥΡΙΖΑ να πει όχι στην πρότασή μας. Θα πει ότι δεν θέλει να ορίζεται με πιο αξιοκρατικό τρόπο η ηγεσία της Δικαιοσύνης ή ότι πρέπει να ισχύει το υπάρχον σύστημα για την ευθύνη υπουργών; Εκτός κι αν έχει μετεξελιχθεί σε ολοκληρωτικό κόμμα και δεν το γνωρίζουμε. Θα είναι πολύ δύσκολο σ’ αυτά τα τελείως προφανή ζητήματα να μας πει ότι δεν συμφωνεί. Γιατί; Επειδή ο ίδιος δεν έχει την πρωτοβουλία; Θυμίζω επίσης ότι η σημερινή Βουλή δεν χρειάζεται να προβλέψει την κατεύθυνση της αναθεώρησης. Το θέμα είναι να κριθούν τα επίμαχα άρθρα αναθεωρητέα. Θεωρώ ότι είναι απίθανο, βέβαια, να συναινέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να ψηφιστούν με 180, γιατί θα είναι σαν να δίνει το ελεύθερο στην επόμενη πλειοψηφία.