Δεν θα σιγοντάριζα την παράδοση στη γραφικοποιημένη εκδοχή της. Την αναφορά στην Ελλάδα με το τουριστικό στερεότυπο των πολλών «S» (sea, sun, sand, sex, souvlaki, syrtaki) που στην ουσία αποτυπώνουν την ασπρόμαυρη εικόνα της φτωχής, «χειροποίητης» πλην τίμιας και, κυρίως, ανέμελης χώρας. Καταρχήν γιατί συμβάλλουν στην ωραιοποίηση της φτώχειας και την ταύτισή της με την απλότητα, κάτι επικίνδυνο και προβοκατόρικο για την εποχή μας. Το καΐκι όμως δεν μπαίνει σε αυτό το κάδρο. Είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια καρτ ποστάλ ή το εξώφυλλο ενός δίσκου με νησιώτικα τραγούδια που αγόραζαν οι τουρίστριες τη δεκαετία του 1970. Τα καΐκια είναι μια ολόκληρη τέχνη που αρχίζει από τη ναυπηγική τους και φτάνει στις ζωγραφιές στο σκαρί τους. Και ο καραβομαραγκός, ένα επάγγελμα που θα έπρεπε να είναι υπό προστασία. Είναι η σημειολογία της μυθολογίας των ταρσανάδων αλλά και ο τρόπος που έχουν περάσει, διακριτικά αλλά καθοριστικά, στην καθημερινότητά μας. Οι εκατοντάδες ανά την Ελλάδα ταβέρνες Τράτες και Σκούνες. Τα πρώτα πλάνα με τον «πειρατή» από την «Αλίκη στο Ναυτικό». Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ελύτη. Ο λυγμός του Βαμβακάρη και του Χατζηχρήστου καθώς τραγουδούν το «Γκελ γκελ καϊξή». Η κελαρυστή φωνή της Νίνου στο «Βάρδα κι αράξαμε έγια μόλα, γεια σου καΐκι μου Αϊ-Νικόλα» του Τσιτσάνη. Γιατί το καΐκι δεν είναι ένα παραδοσιακό πλεούμενο. Είναι μία από τις Κιβωτούς της παράδοσης και το μέσον της ελληνικής εξωστρέφειας, με αυτό που ταξίδεψε ώς εδώ η πρωτόλεια έννοια του κοσμοπολιτισμού.

Κατανοώ απολύτως τους κινδύνους της υπεραλιείας και το δέλεαρ της χρηματοδότησης. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί είναι απαραίτητη συνθήκη η καταστροφή των καϊκιών (με αυτόν τον βάρβαρο τρόπο) αφού, όπως λέει ο Σύνδεσμος Παραδοσιακών Σκαφών, μπορεί, απλώς, να αλλάξει η χρήση τους. Πώς το λέει ο Λαμπεντούζα στον «Γατόπαρδο»; Για να αλλάξουν όλα, πρέπει τα πάντα να μείνουν ίδια.