Οντως βαραίνει το πολιτικό κλίμα από την υπόθεση Novartis. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα αναφερόμενα ονόματα, όσο σε μια συλλογική, λαϊκή επιθυμία να βρεθεί «ένοχος». Ενας υπερένοχος – κλειδί, για τα πάντα. Το κοινό θέλει την απάντηση στην κεντρική του απορία: «Ποιος φταίει για την πτώση;». Ο τρόπος που οργανώνει τους πολιτικούς του κώδικες και ο τρόπος που εκφράζεται θεμελιώνεται στην απόλυτη ανάγκη να βρει μια απάντηση που θα του εξασφαλίσει και το δικό του άλλοθι. Oι επικρατούσες συνθήκες, η πεποίθηση της άδικης οικονομικής υφαρπαγής, η αδυναμία διαχείρισης της νέας κοινωνικής θέσης κ.λπ., αυτά είναι τα ασήκωτα βάρη. Και η επιθυμία να δοθεί απάντηση για το γενικό κακό δημιουργεί το μεγάλο πολιτικό βάρος γύρω από κάθε επίδικο. Οχι δηλαδή μόνο γύρω από το σκάνδαλο με τη φαρμακευτική δαπάνη, αλλά και γύρω από τα εθνικά θέματα κ.ο.κ. Να σημειώσω ότι ο παρεπόμενος αντικοινοβουλευτισμός, η μαζική ενοχοποίηση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος για τα πάντα, δεν οδηγεί στην ουσιαστική εκκαθάριση, στην ηθικοποίηση, αλλά στην έξαρση ενός ασαφούς, πολυεπίπεδου, αντιφατικού αισθήματος «δικαίου». Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», σήμερα, είναι μια προβληματική έννοια, αφού έχει αλλάξει η ίδια η έννοια της κοινότητας, έχουν αλλάξει οι έννοιες του συνανήκειν, έχουν αλλάξει οι λαϊκές αξιολογικές ποιότητες. Είναι γνωστά και εντοπισμένα τα πρωτοφασιστικά φαινόμενα, που επηρεάζουν ολόκληρη την πολιτική σκηνή τόσο στο εσωτερικό όσο πανευρωπαϊκά. Ξέρουμε δε ότι όποιος καβαλάει την ορμητική και ασύντακτη, στιγμιαία, λαϊκή επιθυμία, σε λίγο μπορεί να πληγεί από αυτήν. Από περιστασιακά ευνοϊκή μπορεί να αναστραφεί σε εξόχως επιθετική. Ακριβώς γιατί το υπόστρωμά της δεν βασίζεται στον ορθολογισμό αλλά στη συναισθηματική «ροϊκότητα». Αυτό διδάσκει η Ιστορία. Εντός του ασαφούς πέπλου λαϊκού δικαίου, κινδυνεύει να μη γίνει η «δίκαιη αποτίμηση», ο τίμιος καταλογισμός του εξόφθαλμου οικονομικού σκανδάλου των 23 δισ., και η αποκατάσταση. Ο εγκλωβισμός της συζήτησης στα «ονόματα» (που ουδόλως προεξοφλεί ή τεκμηριώνει ενοχή), στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται ως εργαλείο συσπείρωσης, ως μηχανισμός έγερσης του κομματικού πατριωτισμού. Ούτε η κυβέρνηση ούτε τα πολιτικά κόμματα έχουν όφελος από τον εγκλωβισμό της συζήτησης σε ονόματα, σε φήμες, σε διαρροές. Το συμφέρον είναι η τίμια, η τεχνικά αξιόπιστη έρευνα. Οποιος διακηρύττει, συσκοτίζει, αφού μετατοπίζει τη σύγκρουση από το πεδίο της δημόσιας ηθικής, στο πεδίο του κομματικού χαρακώματος.

Εχω γράψει πολλές φορές ότι η διαφθορά δεν είναι καθαρογραμμένη σε επικράτειες, σε σαφώς οριοθετημένους θεσμικούς χώρους. Είναι μεν επισημάνσιμη στα γενικά οικονομικά της χαρακτηριστικά (τόσα χρήματα διέρρευσαν, τόσο χρέωσαν τα ασφαλιστικά ταμεία, έτσι έγιναν υπερχρεωμένες οι δομές), αλλά αν θέλει κανείς να εντοπίσει τη διαφθορά, πρέπει να ερευνήσει, να ψάξει σημειακά και συστηματικά. Και υπάρχουν τα εργαλεία. Η διαφθορά φαίνεται στην οικονομική επιφάνεια, αλλά πρέπει να ψαχτεί στην τρύπα της σμέρνας, στον βυθό. Και γνωρίζουμε ότι η σμέρνα έχει τρεις σειρές δόντια με τοξίνες και αν τραυματιστεί, γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη για τον ψαροντουφεκά…

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής