Σε σύντομη παρέμβασή μου, προ μηνός περίπου, στην ίδια αυτή φιλόξενη στήλη (18.12.2017, σ. 16), είχα, με αφορμή τις κυβερνητικές προθέσεις για την απευθείας εκλογή μουφτήδων στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, επισημάνει την αποσπασματικότητα και προχειρότητα με την οποία τίθενται προς συζήτηση τόσο σύνθετα και αλληλένδετα ζητήματα, όταν μάλιστα συνδέθηκαν από τον τούρκο πρόεδρο, ευθέως και χωρίς καν αντίλογο, με την εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη.

Σε πολύ σύντομο χρόνο, για τη βραδυκίνητη δημόσια διοίκηση, ψηφίσθηκε και δημοσιεύθηκε ήδη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νεαρός Ν. 4511/2018 που καθιστά προαιρετική την εφαρμογή της σαρίας, του μουσουλμανικού δηλ. δικαίου από τους μουφτήδες ως ιεροδίκες. Ενώ δηλ. έως σήμερα η εφαρμογή ήταν υποχρεωτική, τώρα η σαρία εφαρμόζεται μόνον εφόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη υποβάλουν σχετική αίτηση για επίλυση της διαφοράς τους κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.

Η διάταξη αυτή ψηφίσθηκε με μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή, με μόνη τη Χρυσή Αυγή να τάσσεται κατά, καθώς ήταν ώριμη και δρομολογημένη από καιρό με την ομόφωνη γνώμη της επιστημονικής κοινότητας. Η νομοθετική λύση, όμως, που δόθηκε είναι και πάλι κολοβή… Και τούτο διότι τα κριτήρια των επιστημόνων και των πολιτικών που νομοθετούν έχουν ως ειδοποιό διαφορά το περίφημο «πολιτικό κόστος».

Τι θα ήταν, λοιπόν, πρέπον να γίνει; Απλούστατα να καθιερωθεί υποχρεωτικώς η προσφυγή για τις πάσης φύσεως διαφορές και της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης στα αρμόδια δικαστήρια όπως ακριβώς συμβαίνει με κάθε έλληνα πολίτη.

Διότι η προαιρετική προσφυγή στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, που τελικώς νομοθετήθηκε, είναι προφανές ότι κινδυνεύει σοβαρώς να φαλκιδευθεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κλειστής και φοβικής τοπικής κοινωνίας, για την κατάσταση της οποίας ασφαλώς την ευθύνη φέρει το πολιτικό σύστημα και βεβαίως πρωτίστως εκείνοι που μεταπολεμικώς επί δεκαετίες άσκησαν την εξουσία και παρέδωσαν τη μουσουλμανική μειονότητα στον τουρκικό εθνικισμό…

Θλίβομαι διότι προσπάθεια που έγινε κατά τη διάρκεια της ψηφίσεως της νεαράς διατάξεως για τη βελτίωσή της, με προσφυή τροπολογία που κατέθεσε ο Ευ. Βενιζέλος και προς τιμήν του υποστήριξε ο Ν. Φίλης, δεν έτυχε της αποδοχής της πλειοψηφίας.

Με την τροπολογία αυτή, διευρυνόταν στοχευμένα ο ήδη προβλεπόμενος από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του μουφτή έλεγχος της αποφάσεώς του προτού κηρυχθεί εκτελεστή με την έρευνα και της τυχόν αντίθεσης των κανόνων που εφαρμόσθηκαν όχι μόνον προς το Σύνταγμα, και ιδίως ρητώς το άρθρο 4 §2, αλλά και προς κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος όπως κατεξοχήν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Θλίβομαι, δε, ακόμη περισσότερο, διότι η αξιωματική αντιπολίτευση δίστασε, για λόγους που δεν μπορώ να κατανοήσω, να υπερακοντίσει την κυβερνητική πρωτοβουλία και να εισηγηθεί την ολοσχερή κατάργηση του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, που δεν ισχύει ακόμη και στην Τουρκία, παρότι ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας συμβουλεύθηκε, όπως δημοσιεύθηκε στον Τύπο, τον κατ’ εξοχήν ειδικό στα θέματα αυτά. Αλλά, ατυχώς, οι πολιτικοί έχουν αυτή την αδυναμία: κατά κανόνα δεν ρωτούν τους ειδικούς και όταν, κατ’ εξαίρεση, τους ρωτούν, συνήθως δεν ακολουθούν τις συμβουλές τους…

Ο Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών