Το πρόσφατο έκτακτο συνέδριο του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) στη Βόννη ίσως φτάσει να θεωρείται στο μέλλον η ληξιαρχική πράξη θανάτου της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Tο κόμμα αποφάσισε να ξεκινήσει επίσημες διαπραγματεύσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες για τον σχηματισμό ενός ακόμη μεγάλου συνασπισμού, παρά το καταστροφικό αποτέλεσμα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, την υπόσχεση του Μάρτιν Σουλτς ότι το SPD θα επέστρεφε στην αντιπολίτευση, και την ιστορική καθίζηση στις δημοσκοπήσεις.

Η οριστική μάλλον περιθωριοποίηση του SPD αντανακλά τα ιστορικά διλήμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σήμερα, καθώς προσπαθεί να φανεί πιστή στις δύο βασικές της αξίες: το μαζικό δημοκρατικά οργανωμένο κόμμα και την ευρωπαϊκή ενοποίηση σε προοδευτικές βάσεις.

Παρακολουθώντας κάποιος τις συζητήσεις στο SPD δεν μπορεί παρά να θαυμάσει τη μαζικότητα των εσωκομματικών διεργασιών. Σε εποχές που το μαζικό κόμμα, ο θεσμός που ταυτίστηκε με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, έχει δώσει σχεδόν παντού τη θέση του είτε στην επικοινωνιακή διαχείριση από άχρωμους επαγγελματίες πολιτικούς είτε στον ριζοσπαστικό λαϊκισμό, το SPD εμμένει στον ρόλο του κόμματος ως όργανο αντιπροσώπευσης ενός οργανωμένου και πολιτικά ενεργού κομματιού της κοινωνίας.

Η τραγική ειρωνεία για το SPD είναι ότι η μαζική αντιπροσώπευση έρχεται σε αντίθεση με την άλλη μεγάλη αξία που το κόμμα ασπάζεται, αυτήν της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στα χρόνια της κρίσης της ευρωζώνης το SPD σταθερά υποστήριζε την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ακόμα και αν η Γερμανία αναλάμβανε το σχετικό κόστος. Το κόμμα συνέχισε στον δρόμο της αλληλεγγύης υποστηρίζοντας την πολιτική Μέρκελ στο Προσφυγικό.

Αυτές οι θέσεις όμως ενοχλούσαν πολλούς στην εργατική βάση του SPD, για τους οποίους ευρωπαϊκή ενοποίηση και ανοιχτά σύνορα συνιστούν απειλή. Η άφιξη του Μάρτιν Σουλτς από τις Βρυξέλλες ενόψει των εκλογών του 2017 επέτεινε το πρόβλημα. Περισσότερο από πότε το κόμμα ταυτίστηκε με την «περισσότερη Ευρώπη». Το αποτέλεσμα ήταν η διαρροή πολλών παραδοσιακών ψηφοφόρων του προς τα άκρα της Αριστεράς και, κυρίως, της Δεξιάς.

Για τις ελίτ του SPD, στην Ευρώπη της ενιαίας αγοράς και του κοινού νομίσματος πολιτικές αλληλεγγύης και πρόνοιας είναι πια δυνατές μόνο στο υπερεθνικό επίπεδο. Μεγάλο μέρος της παραδοσιακής βάσης του κόμματος όμως νιώθει ότι η οικονομική του ευημερία και η πολιτική του αντιπροσώπευση είναι δυνατές μόνο στο πλαίσιο του έθνους-κράτους.

Οι ελίτ του SPD έχουν εξαρτήσει την επιτυχία των διαπραγματεύσεων με τη Μέρκελ –και τη δική τους πολιτική επιβίωση –από την επιβολή ακόμα πιο φιλευρωπαϊκών πολιτικών στον νέο συνασπισμό. Είναι όμως ακριβώς αυτές οι πολιτικές που τις έχουν ήδη αποξενώσει από μεγάλο μέρος του SPD –στη Βόννη μόλις το 55% του συνεδρίου ψήφισε για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων.

Σε εποχές γενικευμένης απογοήτευσης με την πολιτική, ο αργός θάνατος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στον βωμό των αντιφατικών αξιών της έχει κάτι το έντιμο και τραγικό μαζί. Πόση αξία όμως έχει η μαζικότητα των διαδικασιών αν η βασική προγραμματική θέση ενός κόμματος δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες των μελών του; Η αποτυχία του SPD υπενθυμίζει, έστω και σε περίοδο ύφεσης των μεγάλων κρίσεων της ΕΕ, ότι η μεγάλη αντίφαση της ευρωπαϊκής πολιτικής, αυτή μεταξύ πολιτικής αντιπροσώπευσης και υπερεθνικής ολοκλήρωσης, παραμένει δυσεπίλυτη.