Η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν είναι φυλετικό ζήτημα όπως νομίζουν, με το φτωχό τους μυαλό, οι σύγχρονοι ντετέκτιβ του ρατσισμού. Τα πολιτισμικά ζητήματα δεν έχουν καμιά σχέση με τη φυλή· έτσι κι αλλιώς, στον σύγχρονο κόσμο, με τη φυλετική καταγωγή και το χρώμα του δέρματος ασχολούνται πολύ λιγότεροι άνθρωποι απ’ όσοι τείνουμε να πιστεύουμε. Ο ρατσισμός είναι η εύκολη ερμηνεία στην οποία καταφεύγουν οι προαναφερθέντες ντετέκτιβ με τη χρυσή καρδιά και τις βαθιά ανθρώπινες ευαισθησίες προκειμένου να ερμηνεύσουν απλά ανθρώπινα αντανακλαστικά.

Αρχίζω με αυτή την πρόταση, που χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, για να επαναλάβω μια πιεστική ερώτηση: τι θα γίνει με τις δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που περιμένουν (τι ακριβώς; μέχρι πότε;) στους καταυλισμούς; Το πρόβλημα δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον ρατσισμό και τον αντιρατσισμό: πλήθη ανθρώπων υποφέρουν στη χώρα μας· δεν «υποφέρουν» όπως εμείς (ανεργία, υπερφορολόγηση, ανομία· εν ολίγοις, κακιστοκρατία)· υποφέρουν περισσότερο και αλλιώτικα. Οι περισσότεροι από μας βλέπουμε εικόνες στα μέσα ενημέρωσης· μερικοί ζουν τη δυστυχία μέσω της εγγύτητας που συχνά δημιουργεί συγκρούσεις. Τι κάνουν οι κεντρικές αρχές; Εκτός από δηλώσεις συμπαράστασης, από εκείνες τις αριστερές, τις δακρύβρεχτες, τις κακομοίρικες, δεν φαίνεται να κάνουν τίποτ’ άλλο.

Δεν είναι ζήτημα χρημάτων, είναι ζήτημα σωστών αποφάσεων. Η Ευρώπη σπαταλά μεγάλα ποσά σε κωλυσιεργίες για τους μετανάστες, ενώ αυτό που απαιτείται είναι να συνεργαστεί με τις κουτσές και στραβές κυβερνήσεις των χωρών που παράγουν εκροές: ανοικοδόμηση (ή οικοδόμηση), υποδομές, οικονομικές δραστηριότητες, διοίκηση ― κοντολογίς, χρειάζεται ένα νέο είδος ευρωπαϊκής παρουσίας, χωρίς την κακοήθεια της αποικιοκρατίας. Αν δεν αντέχουμε την επιβάρυνση του Τρίτου Κόσμου στο εσωτερικό των χωρών μας, πρέπει να επιβαρυνόμαστε σε μεγάλο βαθμό το κόστος της ειρήνης και της επιβίωσής του προκειμένου οι πληθυσμοί να παραμένουν στις πατρίδες τους και να προχωρήσουν όπως θέλουν και όπως μπορούν.

Έχω ξαναγράψει, και δεν είμαι φυσικά η μόνη, ότι πρέπει να κρατήσουμε στην Ελλάδα τους πρόσφυγες και τους μετανάστες των στρατοπέδων. Αν δεν θέλουν να μείνουν μαζί μας πασχίζοντας όπως οι περισσότεροι Έλληνες, πλην όμως σε καλύτερες συνθήκες (για παράδειγμα, σε λυόμενα σπίτια, σ’ εκείνο το είδος της προκατασκευασμένης κατοικίας που έχει επινοηθεί για έκτακτες ανάγκες), ας επιστρέψουν στη χώρα τους ή κάπου αλλού προς τα ανατολικά. Κανείς δεν φαίνεται να τους θέλει προς τα δυτικά: η κοινή γνώμη στις ευρωπαϊκές χώρες έχει αγγίξει το όριο της φιλοξενίας ― όχι επειδή οι Ευρωπαίοι είναι απαραιτήτως μικρόψυχοι ή «ρατσιστές», αλλά επειδή επί δεκαετίες εφαρμόστηκαν λανθασμένες πολιτικές ένταξης και αφομοίωσης (δηλαδή μη-ένταξης και σίγουρα μη-αφομοίωσης). Έτσι, οι διαδικασίες προκειμένου να φτάσουν οι μετανάστες στην αληθινή Ευρώπη αποφεύγοντας τη μεταβατική φάση στην Ελλάδα παρατείνονται βλάπτοντας όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ― πρωτίστως τους ίδιους, καθώς και τις τοπικές κοινότητες που τους φιλοξενούν με την απροθυμία του οικοδεσπότη προς επισκέπτη χωρίς εισιτήριο επιστροφής.

Δεν ξέρω τι σκέφτονται και τι κάνουν οι λεγόμενοι αλληλέγγυοι και δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Θα ήταν όμως χρήσιμο να πείσουν τους ανθρώπους με τους οποίους έρχονται σε επαφή να μείνουν μαζί μας, να στείλουν τα παιδιά τους στα σχολεία μας και να προσπαθήσουν να δουλέψουν όπου μπορούν στην ύπαιθρο, την εγκαταλελειμμένη από τους Έλληνες οι οποίοι έγιναν είτε καφετζήδες, είτε καφενόβιοι. Αν οι ξένοι έρχονται από τη Ράκα και το Χαλέπι, οπουδήποτε στην Ελλάδα θα είναι καλύτερα. Δεν θα πεθάνουν από την πείνα, ούτε θα τους βομβαρδίσει κανείς. Αν, εν τέλει, δεν είναι καλύτερα, ας γυρίσουν στη χώρα τους.

Εννοείται ότι χρειάζεται κεντρικός σχεδιασμός και διαφώτιση τόσο των ίδιων των αιτούντων άσυλο, όσο και εκείνων που βρίσκονται κοντά τους και τους συμβουλεύουν. Χρησιμοποιώ τις κομμουνιστικές λέξεις μήπως αφυπνιστεί το μαρξιστικολενινιστικό πνεύμα της κυβέρνησής μας, ο βολονταρισμός και, ίσως-ίσως, ένα αίσθημα ντροπής. Υποθέτω ότι, αν ένιωθαν ντροπή για τις συνθήκες κράτησης των μεταναστών, θα ένιωθαν και για όλα τ’ άλλα.

Όσο συμπεριφερόμαστε ανόητα και άγαρμπα, τόσο λιγότεροι θα θέλουν να παραμείνουν στην Ελλάδα. Αλλά, μπορούμε να κάνουμε μια οργανωμένη προσπάθεια. Πρέπει κατ’ αρχάς να αποσυνδέσουμε το πρόβλημα από τη φιλολογία του ρατσισμού που διχάζει τους ίδιους τους Έλληνες: αν οι κάτοικοι στη Λέσβο ή αλλού ενοχλούνται από την παρουσία «ξένων» που ζουν σε άθλιες συνθήκες (εξαιτίας μας), τίποτα δεν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι ρατσιστές. Είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε, χωρίς εσωτερικές τριβές και αλληλοκατηγορίες, για την παραμονή αυτών των, ας πούμε κατά προσέγγιση, 60.000 ανθρώπων. Δεν είναι μεγάλος αριθμός· αν δεν κάνουμε τη θηριώδη βλακεία να υπερτονίσουμε τις πολιτισμικές και θρησκευτικές μας διαφορές, θα κερδίσουμε, στην ιδανική περίπτωση, 60.000 καινούργιους Ευρωπαίους πολίτες. (Σ’ αυτό το σημείο, έχω επίγνωση της έξαλλης αισιοδοξίας.)

Πράγμα που με ξαναφέρνει στην αρχική πρόταση. Φορείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν είναι σώνει και καλά άνθρωποι σε διάφορες αποχρώσεις του λευκού και του ροζ. Φορείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι όλοι οι άνθρωποι που τον θαυμάζουν και τον εφαρμόζουν· κι όταν κάνουμε λόγο για ευρωπαϊκό πολιτισμό εννοούμε τον πολιτισμό της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που γεννήθηκε στην Ευρώπη, διαδόθηκε στην Αμερική, και στη συνέχεια, εν μέρει, στην Ιαπωνία και στις βιομηχανικές χώρες της Ασίας αγκαλιάζοντας πολλές «φυλές». Υπό αυτή την έννοια, η οικονομική μεγέθυνση της Κίνας, που οφείλεται σε υιοθέτηση μοντέλων της καπιταλιστικής Δύσης, μπορεί να οδηγήσει σε υιοθέτηση μοντέλων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Θέλω να πω: η διάδοση του πολιτισμού δεν γίνεται μέσω του εμφατικού διαχωρισμού σε «δικούς» μας και σε «άλλους» με το δήθεν ανθρωπιστικό πρόσχημα του σεβασμού της «κουλτούρας» των άλλων ― γίνεται με την εθελοντική προσχώρηση των άλλων στον πολιτισμό της χώρας που τους δέχεται. Αλλά για να γίνει το πρώτο πρέπει να γίνει το δεύτερο: να τους δεχτεί.