Από την αρχή της θητείας της, η παρούσα κυβέρνηση δεν έκρυψε την αδιαφορία της για το Κράτος Δικαίου. Υποταγή σε κυβερνητικό έλεγχο των «ανεξάρτητων» Αρχών, αναντιστοιχία ανάμεσα στις μεγαλοστομίες και στις πράξεις για την προστασία των μειονοτήτων και των αδύναμων κοινωνικών ομάδων, ανοιχτή κομματικοποίηση του Δημοσίου σε λενινιστικά θεμέλια («κατάκτηση του Κράτους»), ύπαρξη επίσημου παρακυκλώματος για θέματα Δικαιοσύνης, παρεμβάσεις, διαστρεβλώσεις και απείθεια έναντι δικαστικών αποφάσεων (η υπόθεση των ραδιοτηλεοπτικών αδειών συμπυκνώνει όλες τις αντιθεσμικές συμπεριφορές, χωρίς να είναι η μόνη), πρωτοφανής αντίληψη περί Τύπου («δεν μπορεί να λέει ό,τι θέλει») και συρρίκνωση της ελευθερίας έκφρασης: τα παραδείγματα και οι αποδείξεις βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων μας.

Με την υπόθεση, ωστόσο, των τούρκων αξιωματικών που ζήτησαν άσυλο στη χώρα μας, οι διάχυτες κάμψεις του Κράτους Δικαίου πήραν επίσημη και κεντρική υπόσταση: έγιναν κυβερνητική πολιτική. Η κυβέρνηση έβαλε με τον πιο σαφή τρόπο τη γεωπολιτική επιλογή προσέγγισης, ή εξευμενισμού, του καθεστώτος Ερντογάν –και όχι της Τουρκίας –πάνω από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πάνω από τον ελληνικής έμπνευσης θεσμό του ασύλου, πάνω από τις υποχρεώσεις της όχι μόνο ως δημοκρατικής χώρας αλλά και ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θεμέλιο της οποίας είναι ακριβώς η πρόταξη υπεράσπισης των δικαιωμάτων έναντι κάθε άλλου είδους συμφερόντων.

Από την πρώτη στιγμή είχε επισημανθεί η ευθέως αντίθετη με το Κράτος Δικαίου και τη διάκριση των εξουσιών «δέσμευση» της κυβέρνησης, πιθανότατα διά του ίδιου του Πρωθυπουργού, έναντι της τουρκικής ηγεσίας, για «παράδοση» των τούρκων αξιωματικών -πριν ακόμα αποφανθούν για την τύχη τους τα ελληνικά δικαστήρια. Ακολούθησε, μετά τη δικαστική απόφανση περί μη έκδοσης, ο γνωστός και από άλλες περιπτώσεις συνδυασμός φραστικής ουδετερότητας («σεβόμαστε την ελληνική Δικαιοσύνη») και εν τοις πράγμασι ανάμειξης (οι τούρκοι αξιωματικοί χαρακτηρίστηκαν και εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται «πραξικοπηματίες» και «ανεπιθύμητοι»). Το όριο ξεπεράστηκε και οι μάσκες έπεσαν, με την κυβερνητική άσκηση αναίρεσης κατά της πρόσφατης, θετικής για έναν αξιωματικό, απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ασύλου.

Πέρα από την προφανή ανάδειξη της επιθυμίας της κυβέρνησης να κάνει ό,τι μπορεί έναντι των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, αυτά που έχουν σημασία είναι τα νέα –και πρωτοφανή –στοιχεία της ίδιας της αίτησης αναίρεσης. Πρώτον, το ότι την υπέβαλε το ίδιο το Κράτος από το οποίο ζητήθηκε το άσυλο. Ενώ δηλαδή, από την ίδια την αρχαιοελληνική σύλληψη της έννοιας του ασύλου, αλλά και από τη σύγχρονη πρακτική χωρών που πραγματικά το τιμούν (Γαλλία, Σουηδία), το να ζητηθεί από κάποια χώρα να δώσει άσυλο είναι ΤΙΜΗ για εκείνην, γιατί την αναδεικνύει ως υπερασπιστή της ελευθερίας, για τη σύγχρονη Ελλάδα, υπό την παρούσα κυβέρνηση, αυτό το αίτημα είναι κάτι που τη δυσκολεύει, κάτι αποκρουστέο. Δεύτερον,το ότι η αναίρεση έγινε με πλήρη αδιαφορία για το σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής Ασύλου, που ήταν όχι μόνο ότι οι αξιωματικοί κινδυνεύουν αν γυρίσουν στην Τουρκία, αλλά και ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι συμμετείχαν στο πραξικόπημα –άρα δικαιούνται ασύλου ως άδικα διωκόμενοι. Και τρίτον, και ίσως βαρύτερο απ’ όλα, ότι «δημόσιο συμφέρον» δήθεν θεμελιώνει τη μη παροχή ασύλου, ωσάν μια κρυφή πολιτική δέσμευση να είναι υπέρτερη της υπεράσπισης της ελευθερίας.

Θλιβεροί, αλλά και αποκαλυπτικοί, καιροί.

O Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος