Το βράδυ των αμερικανικών εκλογών ο Πολ Κρούγκμαν είχε δημοσιεύσει μια εξαιρετικά δυσοίωνη πρόβλεψη για τις επιπτώσεις της νίκης Τραμπ στην αμερικανική οικονομία. Ανακάλεσε αργότερα, μ’ ένα σημείωμα αυτοκριτικής. «Υπέκυψα προσωρινά» –έγραφε –«σ’ έναν πειρασμό από τον οποίο προειδοποιούσα τους άλλους να φυλάγονται: άφησα τα πολιτικά μου αισθήματα να θολώσουν την οικονομική μου κρίση».

Τούτη την πρωτοχρονιά, ο Κρούγκμαν επανήλθε στο θέμα. «Αν βρίσκαμε έναν οικονομολόγο που να αγνοούσε ότι έγιναν εκλογές το 2016» –έγραφε στους «New York Times» –«και του δείχναμε τα οικονομικά στοιχεία των δύο τελευταίων χρόνων, δεν θα φανταζόταν ότι κάτι σημαντικό είχε αλλάξει». Η οικονομία συνέχιζε σαν να μην είχε αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου.

Πώς εξηγείται αυτό; Πολύ απλά: σε ομαλούς καιρούς, ένας πρόεδρος (ή μια κυβέρνηση, σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως η Ελλάδα) έχει ελάχιστη επιρροή στις μακροοικονομικές εξελίξεις. Αντίθετα, σε καιρούς οικονομικού εκτροχιασμού, όπως το 2009-10, έχει μεγάλη σημασία ποιος ασκεί την πολιτική εξουσία. Είχε μεγάλη σημασία για την Αμερική ότι ήταν τότε πρόεδρος ο Ομπάμα, που υιοθέτησε αμέσως μια ευεργετική πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης. Κι είχε μεγάλη σημασία για την Ευρώπη ότι είχε τότε μια άτολμη ηγεσία, που έχασε τρία χρόνια μέχρι να επιτρέψει στον Ντράγκι να σχεδιάσει μια ευρωπαϊκή εκδοχή ποσοτικής χαλάρωσης. Για την ελληνική περίπτωση, ας μη μιλήσουμε καλύτερα.

Και τώρα;

Ολοι οι αναλυτές –του Κρούγκμαν συμπεριλαμβανομένου –συμφωνούν πως οι συνέπειες της κρίσης του 2009-10 είναι πίσω μας, η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται, η Αμερική πάει καλά, η Ευρώπη ακόμη καλύτερα. Ακόμη και η Ελλάδα, ο χειρότερος μαθητής στην τάξη, επιστρέφει, παύει να είναι πρόβλημα για τους άλλους, έστω κι αν συνεχίζει από πολλές απόψεις να είναι πρόβλημα για τον εαυτό της.

Μα τότε γιατί οι εγκυρότεροι αναλυτές υποδέχθηκαν τον νέο χρόνο εκπέμποντας σήματα ανησυχίας και διατυπώνοντας απαισιόδοξες προβλέψεις;

Επειδή, όπως λέει ο Κρούγκμαν, αυτή η εύθραυστη ισορροπία οικονομικής ομαλότητας και πολιτικής αναστάτωσης που χαρακτηρίζει την Αμερική και τον κόσμο, δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ άπειρον. Κάτι, κάποια στιγμή, θα πάει στραβά, με την Κίνα, το Ιράν, το bitcoin ή κάποια απρόβλεπτη αιτία, ένα νέο σοκ θα κλονίσει αργά ή γρήγορα την παγκόσμια οικονομία και οι πολιτικές ηγεσίες, ο ακαταλόγιστος Τραμπ στην Ουάσιγκτον ή η εξασθενημένη Μέρκελ στο Βερολίνο, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη ότι θα είναι σε θέση να το αντιμετωπίσουν. Για την Ελλάδα, πάλι, ας μην μιλήσουμε καλύτερα.

Ο Μάρτιν Γουλφ, στους «Financial Times», το διατυπώνει αλλιώς: ο κόσμος ζει μια στιγμή σχετικής οικονομικής ευφορίας, αλλά «η δημοκρατική ύφεση συνεχίζεται». Το 2017, εκτιμά, «ο αυταρχισμός ήταν σε άνοδο» και η ιδέα της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε ύφεση, υπονομευμένη από την προεδρία Τραμπ και την αυξανόμενη γοητεία των δημοψηφισματικών δικτατοριών τύπου Πούτιν ή Ερντογάν. Και αυτή η άνοδος του αυταρχισμού στον κόσμο υπονομεύει την οικονομική αισιοδοξία.

O κόσμος ζει έναν επίλογο. Mια οικονομική εποχή, η εποχή της καλπάζουσας και υπό δυτική ηγεμονία παγκοσμιοποίησης, τελειώνει. Τελειώνει ταυτόχρονα και μια γεωπολιτική εποχή, το σύντομο «μονο-πολικό» διάλειμμα που ακολούθησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τι θα ακολουθήσει; Η αποδόμηση της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, η απο-παγκοσμιοποίηση, η επιστροφή του απομονωτισμού, του εθνικισμού και των εθνικών ανταγωνισμών; Ή μια νέα εποχή στενότερης διεθνούς συνεργασίας και δημοκρατικότερης διακυβέρνησης του κόσμου; Το δίλημμα, η μάχη ανάμεσα σε δύο αντίπαλα ιδεολογικά στρατόπεδα, που σφράγισε τις μάχες του 2016 στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, τις μάχες του 2017 στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, συνεχίζεται το 2018. Επόμενο ραντεβού, οι δύσκολες ιταλικές εκλογές, στις 4 Μαρτίου.

Στο υπόβαθρο αυτών των ιδεολογικών και πολιτικών μαχών, που διασχίζουν τον κόσμο και κάνουν κάθε εκλογική αναμέτρηση, σε κάθε χώρα, ένα οικουμενικής σημασίας γεγονός, βρίσκεται μια απλή και χιλιοειπωμένη πραγματικότητα. Οτι οι βαθιές δομικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων στις οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου (στον οποίο και εμείς ανήκουμε) έχουν διευρύνει υπερβολικά το χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που επωφελούνται ή ελπίζουν να επωφεληθούν από την πρόοδο της παγκοσμιοποίησης και την εξέλιξη της τεχνολογίας και εκείνους που νιώθουν ότι «μένουν πίσω», ότι «μένουν έξω». Οσο τα πράγματα εξελίσσονται έτσι, το παιχνίδι μοιάζει χαμένο. Κάποια εθνική εκδοχή του αυταρχικού, εθνικιστικού λαϊκισμού θα διεκδικεί και, στο τέλος, θα κερδίζει τους «απέξω». Μέχρι να εμφανιστεί μια πειστική πρόταση προοδευτικής, ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης, όπως τη δεκαετία του ’30, και να διεκδικήσει μια νέα, δημοκρατική και δίκαιη σύνθεση στη θέση της κοινωνικής αβύσσου.

Το αίτημα αφορά τον κόσμο ολόκληρο. Αφορά, φυσικά, κι εμάς. Μια χώρα που, ήδη πριν από την κρίση, είχε πολύ υψηλότερο δείκτη κοινωνικών ανισοτήτων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και που, στα χρόνια της κρίσης, σταθερά, αναλλοίωτα και στην εποχή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, συνεχίζει να αποκλίνει.

Η αναστροφή της απόκλισης είναι το στοίχημα της επόμενης ημέρας. Οχι απλώς η τυπική έξοδος από το Μνημόνιο…