Κάποιος επιτέλους να βαρέσει τη γροθιά του στο μαχαίρι. Και να ματώσει πρώτα ο ίδιος, πριν το απαιτήσει από άλλους. Κι άλλωστε αυτό είναι το αυτονόητο κόστος του «υπευθύνως άρχειν». Να μην οχυρωθεί δηλαδή πίσω από ατσαλάκωτο κοστούμι εξουσίας, αλλά να εκτεθεί με φόρμες σωστικού συνεργείου. Να μην αναζητήσει ευχερή διαφυγή (και καταφύγιο) στις τεκμαρτές παραλείψεις των πριν. Αλλά ν’ αναλάβει την ευθύνη του ιδικού του νυν. Του πέραν αμφισβητήσεως μεριδίου του. Ως πράξη αυτοδήλου υπευθυνότητος. Οπόταν (και μόνον τότε) μπορεί να πει και για όσα ενδεχομένως δεν επιβαρύνουν τον ίδιο. Και για όσα βαρύνουν άλλους. Αρθρώνοντας (ως θεσμικός διαχειριστής και οιακοστρόφος) γενναιόφρονα λόγο. Και αυτό σημαίνει: Να υπερβεί τα ευχερή. Για ν’ αποβεί άξιος του ιστορικού αφηγήματος που θέλει να φέρει την δική του υπογραφή. Τόσο απλό.

Αλλά γι’ αυτό ακριβώς και τόσο δύσκολο. Κάτι που επικυρώνει άλλωστε η καταθλιπτική διαχρονία των επαλλήλων ελληνικών παθών, λαθών και παθημάτων. Ανευ των αναγκαίων μαθημάτων. Ως αβάσταχτη αλληλουχία και τραγικός ειρμός, που απολήγει σε ασύμμετρες πολιτικές υποτροπές, ευχερείς αλληλοπρογραφές και διχαστικές ρήξεις. Πίσω από τις οποίες σοβούν λανθάνοντα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα, που ακυρώνουν κάθε δυνατότητα και προοπτική συναινετικών διαθέσεων.

Η εν προκειμένω πικρή αλήθεια, είναι ότι: Οι ανθρωποβόρες ροές που έπνιξαν τη Δυτική Αττική αιφνιδιάζοντας τους πάντες (παρόλο που επρόκειτο μάλλον για προαγγελθέντα όλεθρο) σάρωσαν δυστυχώς και κάποια εναπομείναντα κατάλοιπα δεοντολογίας και αξιοπιστίας σ’ επίπεδο πολιτικού συστήματος! Ενώ αντιθέτως (κι ευτυχώς) ανέδειξαν την ευαισθησία και την ανωτερότητα επί επιπέδου πολιτών.

Των οποίων η θαλερότητα των αντανακλαστικών, μεταφράστηκε σε μεστή παρουσία και περιεκτική προσφορά. Υπερβαίνοντας τις παγίως βραδυφλεγείς (κι αναποτελεσματικές) παρεμβάσεις θεσμικών οργάνων και κρατικών μηχανισμών. Κάτι που υπήρξε (τις πρώτες τουλάχιστον ώρες και μέρες της τραγωδίας) κραυγαλέος δείκτης έως και ανεπιτρέπτων κενών.

Πέραν όμως αυτών, οι διαθέσεις των πολιτών (και ως ομαδικών παρεμβολών και ως ατομικών πρωτοβουλιών) συνιστούν κρίσιμο τεκμήριο ελπίδος, στην κατάσταση απελπισίας που προκαλούν οι έως και ανήκεστοι παραταξιακοί διαγκωνισμοί και οι ευρυνόμενες ιδεοληπτικές ρηγματώσεις. Καθώς τέτοια τραγωδιακά και απευκταία συμβάντα, ενώ θα έπρεπε να επενεργούν με δυναμικές αμβλύνσεων και καταλλαγής, επιδρούν αντιθέτως επιβαρυντικά στο ήδη διχαστικό κλίμα. Οσο και αν αυτό φαίνεται (και είναι) παντελώς αφύσικο. Και όσο και αν μεγεθύνει το κόστος. Που τελικά (και μη αναστρεψίμως) θα εισπραχθεί από το εθνικό σύνολο.

Επιβαρυμένο ανάλογα με την αδυναμία του συστήματος να ιχνηλατήσει (και να ενεργοποιήσει) τρόπους υπερβάσεων. Ωστε: Διαφωνώντας έστω στα περισσότερα, να θεωρηθεί φυσική τουλάχιστον (και προδεδομένη) παραγωγική σύγκλιση σε μερικά. Σ’ εκείνα δηλαδή, που συνιστώντας κοινά τραύματα και κοινούς κινδύνους, απαιτούν ομοίως κοινή αντιμετώπιση. Πέρα, είτε από στενόκαρδες αντιλήψεις, είτε από μικρόψυχους υπολογισμούς. Κάτι που προϋποθέτει άλλο ειδοποιό μέτρο πολιτικής οράσεως και αναλόγου (υπό τις περιστάσεις) δράσεως.

Κι αυτό περνά μέσα από γενναιόφρονα συλλογική αυτοσκόπηση. Και θαρραλέα κατάθεση ευθύνης. Ολων.