Από μια σύντομη έρευνα στις ιστοσελίδες του προγράμματος «Επιχειρηματικότητα και Ανταγωνιστικότητα» του υπουργείου Ανάπτυξης, καθώς και των δεκατριών Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2014-2020, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, που αναρτώνται στη Διαύγεια, τεκμαίρεται ότι στη διετία 2016-2017 εντάχθηκαν συνολικά περίπου πενήντα έργα πολιτισμού –συμπεριλαμβανομένων και των μεταφερόμενων από την προηγούμενη προγραμματική περίοδο.

Δύο χρόνια μετά, οι πόροι που έχουν δεσμευθεί μετά βίας φθάνουν στο 50% των διαθεσίμων, ενώ οι συμβασιοποιημένες δαπάνες μόλις ξεπερνούν το 20%. Να σημειώσουμε ως συγκριτικό στοιχείο ότι τη διετία 2010-2011, οπότε ενεργοποιήθηκαν οι πόροι του ΕΣΠΑ 2007-2013 για τον Πολιτισμό, ο αντίστοιχος αριθμός ενταγμένων έργων ξεπερνούσε τα διακόσια πενήντα.

Η εικόνα της εξέλιξης των πενήντα ενταγμένων έργων είναι μάλλον απογοητευτική, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι υπηρεσιακοί παράγοντες. Και αυτό αποδεικνύεται εύκολα από τα ποσοστά της απορροφητικότητας των πόρων. Η εκτέλεση των συγχρηματοδοτούμενων έργων απαιτεί πολλές και επίπονες γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες ανέκαθεν επιλύονταν με τη συνεργασία των υπηρεσιών με τους εκάστοτε πολιτικούς τους προϊσταμένους. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι στην εποχή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μάλλον δεν συμβαίνει. Το ενδιαφέρον –και αυτό απολύτως υποτονικό –των πολιτικών προϊσταμένων του Πολιτισμού περιορίζεται στην ένταξη των έργων. Από κει και πέρα ό,τι ήθελε προκύψει.

Το μόνο που πραγματικά ενδιαφέρει την ηγεσία του υπουργείου είναι οι τελετές εγκαινίων για έργα, τα οποία υλοποιήθηκαν την προγραμματική περίοδο 2007-2013. Πόσες αυτοψίες στα εργοτάξια ως επικεφαλής υπηρεσιακών κλιμακίων έχουν πραγματοποιήσει η υπουργός ή η γενική γραμματέας, προκειμένου να συζητήσουν με τους υπηρεσιακούς την πορεία των έργων και να δώσουν επί τόπου λύσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν τους φορείς υλοποίησης;

Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν την αγωνία του στελεχιακού δυναμικού του υπουργείου και των πολιτιστικών φορέων για την τύχη των μελετών που κατάφεραν να ωριμάσουν, ώστε οι προτάσεις τους να πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης και χρηματοδότησης των έργων από πόρους του ΕΣΠΑ. Τι κάνει γι’ αυτό η πολιτική ηγεσία του υπουργείου; Καθεύδει ή αδιαφορεί;

Τι κι αν η απορροφητικότητα του ΕΣΠΑ είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους στόχους του Μνημονίου Τσίπρα; Τι κι αν η ομαλή και μετρήσιμη χρηματορροή των κοινοτικών πόρων είναι συναρτημένη με την αξιολόγηση; Τι κι αν οι αρχαιολογικές αυτεπιστασίες αλλά και οι εργολαβίες –αφού οι ανάδοχοι προσλαμβάνουν προσωπικό –συμβάλλουν καθοριστικά στη δημιουργία εκατοντάδων θέσεων εργασίας, άρα στη μείωση της ανεργίας; Τι κι αν οι επενδύσεις σε έργα πολιτισμού στη φάση εκτέλεσής τους –όπως αποδεικνύουν μελέτες του 2014 –έχουν υπερτριπλάσια απόδοση στις τοπικές κοινωνίες και στην εθνική οικονομία;

Πώς αντιδρά σε όλα αυτά η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού ως η αρμόδια επισπεύδουσα Αρχή; Η βαθιά πεποίθησή της ότι «το ΕΣΠΑ δεν είναι πανάκεια» είναι η εν τοις πράγμασι απάντηση. Είναι κρίμα που από αδιαφορία, ιδεοληψία, ανικανότητα, χάνονται συνεχώς ευκαιρίες για τη χώρα.