Είθισται να αναφέρεται κανείς στις «ανελαστικές δαπάνες» του προϋπολογισμού εν είδει φυσικού νόμου. Σ’ αυτές περιλαμβάνεται, παγίως, η μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, όχι όμως και η αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχουν. Τούτο συμβαίνει επειδή η «τυπική» οικονομική επιστήμη δεν προβληματοποιεί τη γενεσιουργό αιτία των ανελαστικών δαπανών. Αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας μικρο-οικονομικής ανάλυσης στην οποία υπεισέρχονται διοικητικά και κοινωνικά δεδομένα. Σήμερα, ωστόσο, σπανίως συναντά κανείς προϋπολογισμούς στον αναπτυγμένο κόσμο που να μην αξιολογούν τα αποτελέσματα των δαπανών τους. Οι προϋπολογισμοί προγραμμάτων και αποτελεσμάτων εκκινούν από την αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, προκειμένου να εγκρίνουν η μη την «ανελαστικότητα» της δαπάνης. Στην δική μας περίπτωση υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες άλλες πραγματικές ανελαστικότητες που προκαλούν τις «ανελαστικές» δαπάνες. Πρόκειται για τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του πελατειακού κράτους, το οποίο αποτελεί το σύστημα αναφοράς τόσο των αποκαλούμενων προοδευτικών όσο και των συντηρητικών κομμάτων στην Ελλάδα. Η αποδοχή του πελατειακού κράτους γίνεται, έμμεσα ή άμεσα, και από τους δύο, αφού το μόνο που διαπραγματεύονται, κατ’ έτος, είναι το ύψος της δαπάνης που απαιτείται για τη συντήρησή του.

Το ανελαστικό πελατειακό κράτος εκφράζεται ιδίως με:

– Τη σταθερότητα της ύπαρξης και μάλιστα της διεύρυνσης των συμβασιούχων του Δημοσίου. Αντί η μισθοδοσία τους να συνιστά μια ελαστική δαπάνη, έχει de facto μετατραπεί σε ανελαστική, αφού οι συμβασιούχοι έχουν μετατραπεί σε μέσο άσκησης ρουσφετολογικής πολιτικής. Για του λόγου το αληθές: Ο αριθμός τους τον Δεκέμβριο 2014 ήταν 62.580. Οι εθνολαϊκιστές ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πρόσθεσαν σ’ αυτούς, μέσα σε τρία χρόνια, 30.000 επιπλέον. Τον Μάιο 2017 οι συμβασιούχοι ανέρχονταν σε 91.692. Οι αμοιβές τους ποικίλλουν και, σε κάθε περίπτωση, ξεπερνούν τα εκατό εκατομμύρια ετησίως. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση δημιουργεί ακατάπαυστα νέες δομές μέσω των οποίων θα δημιουργηθούν νέες θέσεις συμβασιούχων. Μόνο σ’ ένα χρόνο (2016) δημιουργήθηκαν 121 νέες δομές.

– Δεύτερη πελατειακή ανελαστικότητα είναι η κακή νομοθέτηση. Το βάρος που προκαλείται στον κρατικό προϋπολογισμό εξαιτίας της είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Ποιο είναι, άραγε, το κόστος των 607 βουλευτικών τροπολογιών (οι οποίες, σημειωτέον, δεν συνοδεύονται από έκθεση δαπάνης) που κατατέθηκαν σε μόλις 56 νομοσχέδια που ψηφίστηκαν το 2016;

– Ως τρίτη ανελαστικότητα που συνθλίβει την πραγματική οικονομία μπορεί να θεωρηθεί το δυσβάστακτο 6,8% του ΑΕΠ στο οποίο εκτιμάται το κόστος της ελληνικής γραφειοκρατίας. Και αυτό το μέγεθος ακολουθεί επίσης αυξητική τάση, αφού νέες διαδικασίες δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των νέων δομών και των νέων κακών νόμων. Η τροποποίηση των ρυθμίσεων που αφορούν τη φορολογία εισοδήματος 33 φορές σε 4 χρόνια είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση.

Αυτές οι πραγματικές ανελαστικότητες θα μπορούσαν να υποχωρήσουν εάν κάποια κυβέρνηση έβρισκε τη δύναμη να προχωρήσει στον προϋπολογισμό αποτελεσμάτων. Είναι μια από εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που δεν περιλαμβάνεται σε κανένα Μνημόνιο, αλλά που την έχουμε –ανελαστικώ τω τρόπω –ανάγκη.

Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης και πρώην βουλευτής με Το Ποτάμι