Ο Γιενς Γιάκομπς Αντερσεν το πρωτοπαρατήρησε πριν από μερικά χρόνια. Εμπειρος δρομέας αντοχής ο ίδιος, ένιωθε πως ήξερε πόση ώρα διαρκεί συνήθως ένας μεγάλος αγώνας. Οταν όμως εκείνη τη χρονιά έτρεξε στον Μαραθώνιο της Κοπεγχάγης, όλοι οι δρομείς του φαίνονταν πολύ αργοί. Και αποφάσισε να το διαπιστώσει. Ισως να φταίει και το «μαθηματικό» μικρόβιο: εκτός από δρομέας είναι καθηγητής Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Με τη βοήθεια της μαθηματικής αναλύτριας Ιβάνκα Αντρέγεβα Νικόλοβα έκανε μια κολοσσιαία στατιστική ανάλυση: οι δυο επιστήμονες επικέντρωσαν την έρευνά τους στις ΗΠΑ και εξέτασαν τα δεδομένα 24.763.389 τερματιζόντων σε αγώνες από 5.000 μ. έως και Μαραθώνιο στις ΗΠΑ την περίοδο 1996-2016. Εξετάστηκαν μόνο οι αγώνες με περισσότερους από 2.000 τερματίσαντες, ενώ οι ελίτ αμερικανοί αθλητές δεν περιελήφθησαν στη μελέτη.

Αντερσεν και Νικόλοβα δημοσίευσαν τα ευρήματά τους μέσα στο καλοκαίρι. Τι έδειξαν; Πως ο μέσος όρος των αμερικανών ερασιτεχνών δρομέων γίνεται όλο και πιο αργός. Να σημειώσουμε ότι ακριβώς το αντίθετο ισχύει για τους κορυφαίους επαγγελματίες αθλητές, όπως είναι λογικό. Το πόσο πιο αργοί γίνονται οι δρομείς με την πάροδο του χρόνου μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ρίχνοντας μια ματιά στα γραφήματα. Ο κάθετος άξονας δείχνει τον μέσο χρόνο τερματισμού και ο οριζόντιος τις χρονολογίες. Στους αμερικανικούς Μαραθωνίους τα τέσσερα τελευταία έτη κατεγράφησαν οι χειρότερες επιδόσεις, ενώ το ίδιο αναλογικά συμβαίνει και με τις τρεις άλλες αποστάσεις (5.000 μ., 10.000 μ., Ημιμαραθώνιος). Ποιες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πιθανές αιτίες για το φαινόμενο;

1 Οι περισσότερες γυναίκες;

Το ποσοστό των γυναικών που συμμετέχει στους αγώνες στις ΗΠΑ συνεχώς μεγαλώνει. Καθώς οι γυναίκες είναι κατά βάση πιο αργές από τους άνδρες, ο μεικτός μέσος χρόνος τερματισμού αναπόφευκτα επηρεάζεται όσο περισσότερες συμμετέχουν σε αγώνες δρόμου. Εντούτοις, αναλύοντας τα στοιχεία κατά φύλο, το αξιοσημείωτο είναι πως η επίδραση στις συνολικές επιδόσεις από την αύξηση του πλήθους των γυναικών είναι μικρότερη (46%) από την επίδραση που έχει το γεγονός πως μειώνεται η ταχύτητα στους άνδρες δρομείς (54%). Δηλαδή, οι άνδρες γίνονται πιο αργοί με γρηγορότερο ρυθμό απ’ όσο πληθαίνουν οι γυναίκες που συμμετέχουν στους αγώνες. Συνεπώς, δεν μπορούμε να αναζητήσουμε στο ολοένα αυξανόμενο πλήθος των γυναικών την αιτία για τις χειρότερες επιδόσεις.

2 Οι «περιπατητές»;

Σε όλους τους μεγάλους αγώνες υπάρχουν συμμετέχοντες με ελλιπές επίπεδο φυσικής κατάστασης, οι οποίοι περπατούν. Υποθέτοντας πως η μέση ταχύτητα περπατήματος είναι περίπου 5 χλμ./ώρα, οι Αντερσον και Νικόλοβα βρήκαν πως σε όλες τις αποστάσεις το ποσοστό των συμμετεχόντων που τερμάτισαν με ρυθμό περπατήματος παραμένει σταθερό όλα τα χρόνια. Επομένως, ούτε σε αυτό μπορούμε να αποδώσουμε το φαινόμενο των αργών τερματισμών.

3 Οι αργοί γίνονται… αργότεροι;

Οι Αντερσον και Νικόλοβα εξέτασαν τους μέσους χρόνους τερματισμού ανά 100ή, 1.000ή, 2.000ή και 5.000ή θέση, ώστε να δουν αν οι αργότεροι δρομείς γινόνται ακόμη πιο αργοί. Τα στοιχεία έδειξαν ότι όντως κάτι τέτοιο συμβαίνει, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογεί την πτώση στις επιδόσεις.

Συνεπώς, ποιος είναι τελικά ο λόγος που οι χρόνοι τερματισμού γίνονται όλο και πιο αργοί; Η αλήθεια είναι ότι ο Αντερσεν και η Νικόλοβα δεν έχουν καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα. Πρέπει, ωστόσο να επισημάνουμε ότι το φαινόμενο αυτό συναντάται και εκτός ΗΠΑ, απλά οι αναλύσεις και τα δείγματα στις σχετικές έρευνες δεν είναι τόσο εκτενή. Αναμφισβήτητα, τα τελευταία χρόνια το πλήθος των ανθρώπων που ασχολούνται με το τρέξιμο έχει αυξηθεί ραγδαία διεθνώς. Συνήθως κάποιος ξεκινά την ενασχόλησή του με αυτό για λόγους υγείας, αδυνατίσματος, διακοπής του καπνίσματος και γενικότερα θέλοντας να κάνει κάποιου είδους στροφή στη μέχρι τότε ζωή του. Είναι άλλωστε το απλούστερο και ευκολότερο είδος άσκησης που μπορεί να επιλέξει. Σε σχετικά σύντομο διάστημα, ο αρχάριος βελτιώνεται και είναι πλέον σε θέση να τρέξει αποστάσεις που μέχρι πριν από λίγο καιρό φάνταζαν απρόσιτες. Θεωρεί πλέον τον εαυτό του «δρομέα» και όχι απλά «ασκούμενο». Και καλά κάνει, βεβαίως.

Καλώς ή κακώς, ο Μαραθώνιος θεωρείται η κορωνίδα του τρεξίματος, ιδίως στα μάτια των νέων δρομέων. Πολλές φορές, λοιπόν, ο ενθουσιασμός και η ανυπομονησία τους να περάσουν την αψίδα του τερματισμού στη συγκεκριμένη απόσταση τους κάνει να «προσπερνούν» τα ενδιάμεσα επίπεδα προπόνησης και σωματικών διεργασιών που απαιτούνται. Αναπόφευκτα, αυτή η έλλειψη υποδομής συνεπάγεται και αργούς χρόνους τερματισμού.

Παλαιότερα, οι ερασιτέχνες που συμμετείχαν σε έναν Μαραθώνιο (αλλά και στις μικρότερες αποστάσεις) ήταν ως επί το πλείστον ή παλαιοί αθλητές του στίβου ή δρομείς που κουβαλούσαν πολλά χρόνια συστηματικής ενασχόλησης με το σπορ. Η εξάπλωση κι η «μαζικοποίηση» όμως του τρεξίματος φέρνουν διαρκώς καινούργιους ανθρώπους στον χώρο, πολλοί από τους οποίους δεν είναι ακόμη σωματικά έτοιμοι για πολύ μεγάλες αποστάσεις. Επίσης, καθώς το άθλημα είναι φαινομενικά απλό και δεν ενέχει μεγάλους κινδύνους τραυματισμών, βλέπουμε να ασχολούνται με αυτό και άτομα μεγαλύτερων ηλικιών, χωρίς πολλές φορές να υπάρχει το όποιο αθλητικό υπόβαθρο.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεως, σε κάθε περίπτωση η ενασχόληση με τον αθλητισμό είναι ωφέλιμη, τόσο για το ίδιο το άτομο όσο και για την κοινωνία ευρύτερα. Οπότε, ακόμη κι αν οι δρομείς γίνονται όλο και πιο αργοί, ο συνολικός θετικός αντίκτυπος είναι αναμφισβήτητος σε όλα τα επίπεδα. Η μόνη επισήμανση θα ήταν να ήμασταν λίγο πιο προσεκτικοί και συνετοί στην επιλογή των στόχων μας και να μη βιαζόμαστε. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τις επιδόσεις, αλλά με την υγεία μας και το να μπορούμε να τρέχουμε χωρίς τραυματισμούς.

Ο Νίκος Πήλικας είναι δρομέας και ιδρυτής του goRUN, του πιο εξελιγμένου ιστοτόπου κοινωνικής δικτύωσης της ελληνικής δρομικής κοινότητας. Μια παρόμοια εκδοχή του κειμένου του δημοσιεύτηκε στο www.gorun.gr.