Και φτάνει κάποτε εκείνη η στιγμή που τα φώτα χαμηλώνουν, ο τίτλος πέφτει πάνω στη μεγάλη οθόνη κι εσύ ίσα που προλαβαίνεις να βάλεις σε προτεραιότητα τις προσδοκίες σου πίσω από τη λέξη «Δουνκέρκη» ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά μια πολυαναμενόμενη ταινία της χρονιάς δεν θα σε προδώσει, επειδή και τον σκηνοθέτη εμπιστεύεσαι, μαζί με τους Πολ Τόμας Αντερσον και Τέρενς Μάλικ, και, να, με τα πρώτα πλάνα έχεις πάρει την απόφαση ότι αυτό που θα βλέπεις για τα υπόλοιπα 99 λεπτά –100 δεν είναι όλη κι όλη η ταινία; –είναι όντως ο «κινηματογράφος στα καλύτερά του»: μεγάλα, ανοιχτά κάδρα, όπως ο ουρανός της Μάγχης, ηθοποιοί που δεν υποκρίνονται, αλλά αντιδρούν σε όλα τα ερεθίσματα του σκηνοθέτη και μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, ηθικά διλήμματα, ήρωες στο πλευρό των οποίων θέλεις να πολεμήσεις ή να πάρεις ελάχιστο από το υπαρξιακό βάρος που κουβαλούν, την ίδια στιγμή που ξέρεις ότι συμμετέχεις στην πιο αληθοφανή αυταπάτη έχοντας παραδοθεί άνευ όρων στην υπνωτική επήρεια του σκηνοθετικού οράματος, το οποίο με τη σειρά του δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωπική μάχη με τον χρόνο –τον χρόνο της πραγματικής ιστορίας, τον χρόνο της κινηματογραφικής αφήγησης, τον χρόνο που «παγώνει» και «ξεκλειδώνει» όπως σε όλες τις στιγμές της ανελέητης καθημερινότητας, τον χρόνο θέασης που κάποτε θα τελειώσει για να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση των αναμνήσεων, από τις οποίες δεν κρατάς τις σκηνές δράσης, αλλά όλες τις υπόκωφες αποχρώσεις του θεάματος, όπως τον ανώνυμο στρατιώτη που πέφτει με τα ρούχα στην παγωμένη θάλασσα, τον ασθματικό «χορό» ενός φορείου στην παραλία, τα «παγωμένα» πρόσωπα στρατιωτών πάνω στο πλοίο, το βαριεστημένο ύφος του Τζορτζ και το βυσσινί πουλόβερ του Πίτερ –παιδιά όλα της ίδιας τυχαιότητας που δεν γνωρίζει σύνορα ανάμεσα σε ένα κατάστρωμα πλοιαρίου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε μια σκοτεινή αίθουσα της Αθήνας.