Πίσω από τις πικάντικες και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του σίριαλ που άνοιξε με τις αποκαλύψεις του πρώην υπουργού Οικονομικών και την «απάντηση» του Πρωθυπουργού διαφαίνεται η πραγματικότητα. Και αυτή αποτελείται από τρία κυρίως πολιτικά και ιστορικά κρίσιμα στοιχεία:

–Η κυβέρνηση διέθετε σχέδιο ρήξης με την τρόικα και άρα και με την Ευρωπαϊκή Ενωση, και μάλιστα αυτό ήταν το βασικό της σενάριο, το Plan A της. Τούτο αποδεικνύεται από μια σειρά συνειδητών και αλληλοσυμπληρούμενων επιλογών: την πολύ πριν από την εκλογική νίκη παρουσίαση του γενικού σχεδίου ρήξης από τον μετέπειτα υπουργό Οικονομίας στον μετέπειτα Πρωθυπουργό. Την εκτύλιξη όλης της προεκλογικής εκστρατείας γύρω από την ιδέα της ρήξης. Τη χωρίς την παραμικρή ταλάντευση σύμπηξη –και διατήρηση –κυβερνητικής συμμαχίας με τους υπέρμαχους της ρήξης ΑΝΕΛ και όχι με το πιο κεντρώο αλλά «συστημικό» Ποτάμι. Την ανάθεση των καθηκόντων του υπουργού Οικονομίας με σκοπό την υλοποίηση του σχεδίου ρήξης στο πρόσωπο που το είχε εμπνευστεί, αλλά και την ανάθεση διερεύνησης των προθέσεων της Ρωσίας και της Κίνας σε άλλους υπουργούς. Την εκ νέου παρουσίαση της πιο «δύσκολης» πτυχής του σχεδίου -της κυκλοφορίας διπλού νομίσματος –στο Υπουργικό Συμβούλιο όπου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Ο Πρωθυπουργός δεν αρνείται –δεν μπορεί να αρνηθεί –τίποτα από όλα αυτά, αλλά προσπαθεί να τα ξεπεράσει με δύο «επιχειρήματα» που αντικρούονται από τα ίδια τα γεγονότα. Δεν πείθει ισχυριζόμενος ότι «ρήξη» δεν σήμαινε έξοδο από το ευρώ (παρότι ακόμα και μετά την «κωλοτούμπα» περάσαμε ξυστά από την έξοδο) και ότι το «σχέδιο» ήταν «αόριστο και αδύναμο» (όταν του είχε να επιτραπεί να προχωρήσει τόσο).

– Η αποπομπή του υπουργού Οικονομικών που επέμενε στη συμφωνημένη με τον Πρωθυπουργό γραμμή πλεύσης, η μετά το δημοψήφισμα μεταβολή στάσης έναντι των εταίρων και η εν συνεχεία εκπόνηση της στρατηγικής «να προχωρήσουμε με δύο τρόπους: έναν δημόσιο –ότι γίναμε καλά παιδιά –κι έναν κρυφό –να ετοιμάζουμε την αντεπίθεσή μας» (λόγια του Πρωθυπουργού που αναφέρονται σε εισαγωγικά στο βιβλίο του πρώην υπουργού του) δεν έγιναν για πολιτικούς λόγους ή έστω επειδή η κυβέρνηση αντιλήφθηκε με έξι μήνες καθυστέρηση τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά μόνο από φόβο. Το αποδεικνύουν οι ευθείες αναφορές σε «σαλάτα» αμέσως μετά το δημοψήφισμα (δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο Πρωθυπουργός το προκήρυξε ελπίζοντας να το χάσει, ώστε να μπορέσει να αποδράσει), σε «Γουδή» (αίσθηση προδοσίας) και σε «αντεπαναστατικά σχέδια κύκλων» (λες και η προστασία της νομιμότητας από θεσμικούς φορείς συνιστά αντιδημοκρατική πράξη), καθώς και η βεβαιότητα πολλών μελών της κυβέρνησης (ο πρώην υπουργός τοποθετεί ρητά σε αυτή την κατηγορία και τον διάδοχό του) ότι κακώς εγκαταλείφθηκε το σχέδιο ρήξης.

– Η ιδέα της εκτροπής, ακόμα και στην παρούσα δήθεν φάση συνδιαλλαγής, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Αυτή συνιστά το πραγματικό Plan B της κυβέρνησης. Η μόνη διαφορά του επικίνδυνα ιδεολόγου πρώην υπουργού με τον υποκριτικά πραγματιστή Πρωθυπουργό είναι ότι ο πρώτος ήθελε να μιλήσει και να πείσει -κυβέρνηση και κοινωνία –για τη σύγκρουση, ενώ ο δεύτερος την περνά υπόγεια -και πιο καταστροφικά –μέσα από τους θεσμούς. Την τύχη του ενός θα την κρίνει πιθανότατα η Δικαιοσύνη, ενώ του άλλου σίγουρα ο λαός.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος