Το βιβλίο της Ειρήνης Μαργαρίτη, μια συλλογή έντεκα διηγημάτων με τον τίτλο «Επιλεγμένα είδη», έχει το προσόν να το αναγνωρίζεις ως σημαντικό όχι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του, αλλά αφού την έχεις ολοκληρώσει, για να μη γράψουμε πολλές μέρες αργότερα, στον βαθμό που αισθάνεσαι τη «θεματογραφία» του και τις εικόνες του να σου τριβελίζουν επίμονα το μυαλό. Με την ίδια την πεζογράφο να μην έχει παραδοθεί σε ένα κυνήγι πρωτοτυπίας ή ενός εξαιρετικού ενδιαφέροντος, αλλά σε έναν βαθύτατο προβληματισμό, με τη συνήθως χρησιμοποιούμενη καταχρηστικά και αόριστα λέξη «ανθρώπινα» να μεταβάλλεται σε μια έστω και ανολοκλήρωτη αφηγηματική τοιχογραφία μιας εποχής, όπως η δική μας, που χαρακτηρίζεται –και είναι –εποχή παρακμιακή, διάλυσης.

Με ανθρώπους που βασανίζονται και υποφέρουν, κυρίως στις σχέσεις τους με τους άλλους και με τον εαυτό τους, έστω και αν στερούνται ένα μέτρο σύγκρισης ή δεν μπορούν να ανακαλέσουν εποχές μιας στοιχειώδους αισθηματικής, πνευματικής και κοινωνικής ευταξίας που παραμένουν το ζητούμενό τους, χωρίς όμως να στοιχειοθετείται μέσα τους η ελαχιστότατη ανάμνηση, προσωπική ή που την έχουν ακούσει, για τις εποχές αυτές. Με επιπλέον στοιχείο, όσον αφορά την αυθεντικότητα των χαρακτήρων του βιβλίου, η –έτσι ή αλλιώς –αντιπαθής σχεδόν πάντα «βωμολοχία» να έχει μια τόσο οργανική σημασία, ώστε σε περίπτωση που θα απουσίαζε το βιβλίο αισθητικά και ηθολογικά θα έμοιαζε ευνουχισμένο.

Ειδική χροιά

Η βραβευμένη με το βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης» για το ποιητικό της βιβλίο «Φλαμίνγκο» Ειρήνη Μαργαρίτη, που είναι ταυτόχρονα ηθοποιός και σκηνοθέτρια, φαίνεται να γνωρίζει καλά πως ένα διήγημα, γραμμένο φαινομενικά εκτός τόπου και χρόνου, μπορεί να γίνεται απείρως εκφραστικότερο για μια ολόκληρη εποχή. Φτάνει ο τρόπος που χρησιμοποιείς μια οδό (όπως τη Ναυάρχου Βότση), μια αφίσα, μια λαϊκή αγορά ή ακόμα και μια διάρροια, που, αν έπαυε να διατυπωνόταν υπαινικτικά όπως τώρα θα κατέστρεφε τη σημασία αναγνωρισμένων ως κοινών για όλους σημείων, να καταχωρίζεται με μια ειδική χροιά και προοπτική μέσα στο διήγημα.

Αν ένας μακρινός πρόγονος της Ειρήνης Μαργαρίτη θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Αλέν-Ρομπ Γκριγέ, η διαφορά της με τον γάλλο πεζογράφο είναι πως στη δημιουργό των «Επιλεγμένων ειδών» δεν χρειάζονται μιάμιση ή δυο σελίδες προκειμένου να φωτιστεί μια λεπτομέρεια σε σχέση με κάθε θεατή ή αθέατη πτυχή της. Ενα σεβαστό σύνολο λεπτομερειών, χωρίς να δημιουργείται συνωστισμός, μπορεί να περιλαμβάνεται σε μια μόνο σελίδα, και αν η τελευταία φορά που γαμήθηκε (αν είναι λεπτομέρεια) η ηρωίδα του διηγήματος «Η χοντρούλα» είναι πριν από μήνες, σε τίποτα δεν εμποδίζεται η συνύπαρξη του γεγονότος αυτού με το τατουάζ πεταλούδα στον αστράγαλο, τα πανάκριβα κόκκινα τακούνια Louboutin, το σάιτ με τις γνωριμίες στο Διαδίκτυο και τον πονοκέφαλο. Στον Ρομπ Γκριγέ θα έφτανε και θα περίσσευε ο πονοκέφαλος ή το τατουάζ, ενώ για τη λεπτομέρεια όπως αυτή της «τελευταίας φοράς» θα του χρειαζόταν σχεδόν ένα ολόκληρο βιβλίο για να τη διεξέλθει, με κυριότερη συγγένεια ανάμεσά τους -της Μαργαρίτη με τον Γκριγέ –να είναι ότι με την «αφαίρεσή» τους λένε και οι δύο πολύ συγκεκριμένα, σχεδόν απτά πράγματα.

Τι θα επέλεγε κανείς να αναφέρει αν θα ήθελε να δώσει το «ζουμί» των εννέα διηγημάτων του βιβλίου της Ειρήνης Μαργαρίτη; Θα αρκούσε να περιοριστεί στο κύριο χαρακτηριστικό τους που είναι μια ατμόσφαιρα ασθματική και σπασμωδική, με όλους τους ήρωες να την ολοκληρώνουν, αν και τους συνθλίβει, με τη συμπεριφορά τους, ενώ μοιάζουν τόσο καλά πιασμένοι στα βρόχια της ώστε ασύνειδα να γνωρίζουν πολύ καλά πως είναι αδύνατο να της ξεφύγουν, ή θα έφτανε να περιγράψει το πόσο διαφορετικοί είναι ανάμεσά τους ο Αλέξης του «Πασατέμπου» ή ο Γέρος της «Ανοιξιάτικης βόλτας», ώστε αν κατόρθωνε να ανακαλύψει το σημείο επαφής τους –που υπάρχει –θα έδινε το βαθύτερο στίγμα ολόκληρου του βιβλίου;

Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει στη συγγραφέα καμιά αγωνία ως προς το «θέμα» ή ως προς τον «ήρωα» που την εμπνέουν ή καμία, επιπλέον, αμφισβήτησή τους από την πλευρά της ίδιας, απουσιάζει επιδεικτικά κάθε διάθεση να πρωτοτυπήσει, με αποτέλεσμα να αναδίνουν έναν πραγματικά, αν και εξηγήσιμο, αβυθομέτρητο τόνο καταστάσεις τόσο οικείες όσο και ανοίκειες. Οπως ο συνδυασμός μιας «θρασύδειλης, βλαμμένης, βλάχας θυρωρού» με την προσβολή που κάνει στον ήρωα του διηγήματος «Ο μικρός» στον Νίκο, λέγοντάς του «Τι θα γίνει, ρε Νικολάκη, με τα κοινόχρηστα; Πρέπει να βάλουμε και πετρέλαιο», και την αδυναμία του ίδιου να κάνει λίγο αργότερα έρωτα με την κοπέλα του, αδυναμία που φαίνεται να την ισορροπεί μέσα του με την ελευθερία που χαρίζει, σαν ένας μικρός θεός, στον σκύλο του.

Χωρίς επιπλέον οι ήρωες της Μαργαρίτη να χάνουν την αυτοτέλειά τους και η διάλυση των σχέσεών τους είτε χρεώνεται στην οικονομική κρίση είτε σε μέσα που υποτίθεται ότι τα χειρίζονται αυτοβούλως, όπως το Διαδίκτυο και η τηλεόραση (ειδικά η τελευταία φαίνεται να καθορίζει σαν ένας κεντρικός άξονας τις ζωές των ηρώων σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, για παράδειγμα «Ναυτία», «Βράδυ Πρωτοχρονιάς», «Η τραγουδίστρια», «Επιλεγμένα είδη»), το αποτέλεσμα είναι να μας γίνεται γνωστή μιας πρωτόγνωρης κοπής εσωτερικότητα, ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους. Πιο βασανισμένη και πιο ουσιαστική, έστω κι αν εκφράζεται με έναν τρόπο ανακόλουθο και κυνικό.

Καρυωτακικές μορφές

Μάλλον εξαίρεση το βιβλίο διηγημάτων της Μαργαρίτη όσον αφορά τους ήρωές του, που αν και τις ζωές τους θα τις χαρακτήριζες ως εξαιρετικά σπασμωδικές και αποσπασματικές, η τελική τους εικόνα είναι αυτή ενός ολοκληρωμένου χαρακτήρα. Χάρη σε μια τρομερή συνέπεια ανάμεσα στον τρόπο γραφής και στην ιδιοσυστασία των ηρώων, ώστε το ασθματικό, κοφτό και ασυνεχές της γραφής να είναι ένας χαρακτήρας που το υπαγορεύει και όχι μια γραφή που προσπαθεί να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα, έχουμε τελικά τόσο επιλεγμένες αφηγηματικές μορφές, που, αν και της ταιριάζει γάντι ο στίχος του Κώστα Καρυωτάκη «Υπήρξαμε θύματα του περιβάλλοντος, της εποχής», τελικά διατηρούν τόσο οξεία συνείδηση του προβλήματός τους όσο και ο δημιουργός της «Πρέβεζας» πριν από ενενήντα χρόνια.

Ειρήνη Μαργαρίτη

Επιλεγμένα είδη

Εκδ. Μελάνι 2017, σελ. 92

Τιμή: 9,50 ευρώ