Ενώ παρακολουθούσα πρώτα τις βουλευτικές εκλογές στην Αγγλία και μετά τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, μου ήρθε η ιδέα να εξηγήσω την Ευρώπη με τον Ψαλμό ΡΚΘ’. Η πρώτη στροφή του Ψαλμού λέει: «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι».

Οταν διαβάζω τη στροφή, έχω την εντύπωση ότι μιλάει η Ευρώπη. Πράγματι η Ευρώπη πέρασε διά πυρός και σιδήρου, για να περιοριστούμε στον 20ό αιώνα: έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους που την ισοπέδωσαν και σαράντα πέντε χρόνια επιθετικότητας των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και όμως άντεξε στη λαίλαπα και δεν ηττήθηκε. Στο τέλος κατόρθωσε να επιβάλει το μόνο καθεστώς που εξασφαλίζει τη θεσμική ελευθερία και τα δικαιώματα των πολιτών, το καθεστώς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτή ήταν η μεγάλη νίκη, αρχικά της Δυτικής Ευρώπης και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ακολουθεί, όµως, η δεύτερη στροφή του Ψαλµού: «Επί των νώτων µου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν την ανομίαν αυτών.» Τα προβλήματα της Ευρώπης εκφράζονται σήμερα με τη δεύτερη στροφή. Η Ευρώπη νίκησε, αλλά αυτή τη στιγμή κάποιοι αμαρτωλοί χτίζουν πάνω στις πλάτες της την ανομία τους, όπως π.χ. η Ουγγαρία, που καταλύει κάθε έννοια ελευθερίας του Τύπου, και ψηφίζει τον ένα αντιδημοκρατικό νόμο μετά τον άλλον, όπως π.χ. η Πολωνία, η οποία αποδομεί έναν από τους πυλώνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας: την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Αν συγκρίνουμε την αποδόμηση του δικαστικού συστήματος στην Τουρκία από τον Ερντογάν δεν θα βρούμε πολλές διαφορές με την αποδόμηση του δικαστικού συστήματος στην Πολωνία.

Σ’ αυτά προστίθεται και το ρεύμα ανερχόμενου εθνικισμού σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, όπως π.χ. στην Καταλωνία και στην Κορσική.

Η επισήμανση του Ψαλμού είναι σοφή: Εστω και αν δεν μπόρεσαν να με νικήσουν, χτίζουν στις πλάτες μου την ανομία τους. Αυτό ακριβώς αρχίζει να διαφαίνεται σήμερα σε κάποιες χώρες της Ευρώπης, ενώ η ΕΕ δείχνει να το ανέχεται και να κοιτάζει αλλού. Η αυστηρότητα της ΕΕ στην τήρηση των οικονομικών όρων και κανόνων δεν έχει αντιστοιχία στο επίπεδο των θεσμών, που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Θυμάμαι στη δεκαετία του ’60 πολλούς Ελληνες να αναρωτιούνται: «Θα γίνουμε εμείς ποτέ Ευρώπη;».

Λοιπόν, σήμερα μπορούμε να είμαστε περήφανοι γιατί, αν εξαιρέσουμε την οικονομία, η προσδοκία μας επαληθεύτηκε. Οχι, γιατί εμείς ανεβήκαμε στο επίπεδο της Ευρώπης, αλλά γιατί η Ευρώπη υποβιβάστηκε στο δικό μας. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω με κάποια παραδείγματα.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι εκλογές στην Αγγλία. Οταν διάβασα ότι ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον αρχηγό των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν για την επιτυχία του, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έκανε λάθος στη διεύθυνση. Επρεπε να είχε στείλει το τηλεγράφημα στην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Τερίζα Μέι. Γιατί η Μέι ήταν εκείνη που αντέγραψε το μοντέλο Τσίπρα. Ζήτησε ανανέωση της εντολής ώστε να κάνει «σκληρή διαπραγμάτευση» με τους Ευρωπαίους για το Brexit. Το ίδιο δεν έκανε και ο Αλέξης Τσίπρας με το δημοψήφισμα; Ζήτησε εντολή για σκληρή διαπραγμάτευση.

Δεν ξέρω πού θα καταλήξει η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με τη σκληρή διαπραγμάτευση. Πάντως, εμείς στην Ελλάδα ακούμε «σκληρή διαπραγμάτευση» και τρέχουμε να κρυφτούμε.

Ηδεύτερη περίπτωση είναι εκείνη του Μακρόν στη Γαλλία. Εξηγούμαι: δεν αναφέρομαι στις προεδρικές εκλογές. Σ’ αυτές η εκλογή του Μακρόν ήταν αυτονόητη από τη στιγμή που οι γάλλοι ψηφοφόροι καταψήφισαν την υποψήφια της Ακρας Δεξιάς.

Το ενδιαφέρον βρίσκεται στον πρώτο γύρο των γαλλικών βουλευτικών εκλογών. Εκεί ένα νεόκοπο κόμμα με τον τίτλο République en marche, με υποψηφίους οι περισσότεροι από τους οποίους είναι εντελώς άγνωστοι και εμφανίζονται για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή, εξασφάλισε ήδη από τον πρώτο γύρο των εκλογών την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Η ψήφος στο κόμμα του Μακρόν δεν ήταν μόνο ψήφος εμπιστοσύνης. Ηταν ταυτόχρονα μια αντίδραση απογοήτευσης και οργής των γάλλων ψηφοφόρων για τα παραδοσιακά κόμματα. Το υψηλότερο ποσοστό αποχής των τελευταίων δεκαετιών σημειώθηκε σ’ αυτές τις εκλογές και επιβεβαιώνει το επιχείρημα. Η μεγάλη πλειοψηφία που δεν ψήφισε το κόμμα του Μακρόν προτίμησε την αποχή και όχι την ψήφο στα άλλα κόμματα.

Η ίδια οργή για τα παραδοσιακά κόμματα έφερε το 2015 τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Μόνο που η ψήφος διαμαρτυρίας, η «εκδικητική ψήφος», αν θέλετε, έχει πολύ μακρά παράδοση στην Ελλάδα. Πλην κάποιων εξαιρέσεων, ποτέ η αντιπολίτευση δεν κερδίζει στην Ελλάδα τις εκλογές, τις χάνει η κυβέρνηση. Γι αυτό και τα κόμματα της αντιπολίτευσης σπάνια παρουσιάζουν κάποιο πρόγραμμα για να κερδίσουν τους ψηφοφόρους. Ξέρουν ότι θα πάρουν την εξουσία λόγω φθοράς της κυβέρνησης.

Το τρίτο παράδειγμα είναι η περίπτωση Κόρμπιν. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν ήταν ο μόνος που εκδήλωσε τον ενθουσιασμό του. Το ίδιο έκανε και ο Μάρτιν Σουλτς, ο υποψήφιος καγκελάριος των σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία.

Τι ονειρεύονται και οι δύο; Οτι με αφετηρία τον Κόρμπιν η σοσιαλδημοκρατία θα ανοίξει πάλι πανιά εξουσίας στην Ευρώπη. Αυτό το πληκτικό έργο περί αναβίωσης της Κεντροαριστεράς το παρακολουθούμε τα τελευταία τρία χρόνια στην Ελλάδα. Ώς τώρα το ζούσαμε σε εθνικό επίπεδο. Τώρα επεκτείνεται και στην Ευρώπη.

Ποια είναι, λοιπόν, η διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών της ΕΕ αν εξαιρέσουμε την οικονομική ομηρεία μας;

Αλλού είναι το πρόβλημα. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης τα κόμματα του συστήματος έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. Η στροφή πολλών ψηφοφόρων προς τα αντισυστημικά κόμματα οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στην απογοήτευσή τους από τα κόμματα του συστήματος.

Στην Ιταλία μια φίλη μου, καθηγήτρια της γερμανικής φιλολογίας, μου δήλωσε ότι στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσει το κόμμα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο γιατί δεν αντέχει άλλο τα κόμματα που κυβέρνησαν την Ιταλία. Φίλοι μου στη Γερμανία μου έλεγαν πρόσφατα ότι στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσουν το κόμμα της Αριστεράς, όχι επειδή είναι ψηφοφόροι της Αριστεράς, αλλά γιατί βαρέθηκαν τα κόμματα του συστήματος.

Στους «αμαρτωλούς» που χτίζουν «επί των νώτων μας» προστέθηκαν τώρα και τα συστημικά κόμματα. Αυτή είναι μια πολύ δυσάρεστη εξέλιξη. Γιατί η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα σύστημα. Και ως σύστημα χρειάζεται τα συστημικά κόμματα. Αν αυτά καταρρεύσουν η δημοκρατία θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα.