Οταν έγινε ο πόλεµος της Αλβανίας ήμουν εννέα στα δέκα κι άρχισα να σχεδιάζω τους εύζωνες με τα τσαρούχια και τις φουστανέλες. Αν και οι γονείς μου είχαν ένα επίπεδο –ο πατέρας μου είχε τελειώσει το Σχολαρχείο στην Αργυρούπολη του Πόντου και η μητέρα μου το Διδασκαλείο του Πειραιά –δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στις ζωγραφικές μου επιδόσεις.
Στο Γυµνάσιο, στο τέλος του πολέμου, ένας συμμαθητής μου ήταν συνδρομητής σε αμερικανικά περιοδικά και τα έφερνε στην τάξη. Στις σελίδες του βλέπαμε ηθοποιούς που θαυμάζαμε στις ταινίες κι έτσι άρχισα να αντιγράφω πορτρέτα. Το αντιλήφθησαν οι συμμαθήτριές μου και άρχισαν να μου παραγγέλνουν τους αγαπημένους τους ηθοποιούς. Τους ζητούσα να μου φέρνουν καλό χαρτί και ζωγράφιζα με πάθος. Αυτές ήταν και οι πρώτες μου παραγγελίες. Για μια συμμαθήτριά μου που μου άρεσε και ήταν και πρώτη μαθήτρια μάλιστα της έφτιαξα τον Στιούαρτ Γκρέιντζερ που ήταν ο αγαπημένος της. Εφτιαχνά και σκίτσα των καθηγητών, αλλά τα έκρυβα διότι φοβόμουν. Κάποια στιγμή έφτασε στα χέρια του φιλολόγου, που ήταν ιδιαιτέρως αυστηρός, το σκίτσο του, αλλά ευτυχώς δεν με τιμώρησε. Οταν μάλιστα αποφοιτούσα, με ευχαρίστησε. Ωστόσο, ότι ο δρόμος που θα ακολουθούσα θα ήταν εκείνος της ζωγραφικής το κατάλαβα πολύ αργότερα.
Δεν υπήρχαν τότε περιθώρια για τέχνη. Ημουν ορφανός από πατέρα. Η μητέρα μου μόνη της έπρεπε να μεγαλώσει δυο αγόρια. Πότε πουλούσα τσιγάρα στους Γερμανούς, πότε στους Εγγλέζους. Κάποια στιγμή με συνέστησε ο αδελφός μου στο εργοστάσιο Κεραμεικός, όχι ως ζωγράφο, αλλά ως ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού.

Επαιζα ποδόσφαιρο κρυφά από τη µητέρα µου, κι είχα προοπτική διότι ήμουν καλός. Είχαν και στο εργοστάσιο μια μικρή ομάδα, αλλά δεν πήγα ποτέ. Αρχισα να ζωγραφίζω πιάτα για τους τουρίστες κοντά στον Μιχαήλ Μαρτζουβάνη από την Οδησσό, έναν ζωγράφο που είχαν προσλάβει πριν τον πόλεμο μαζί με έναν κεραμίστα για να βελτιώσει την παραγωγή. Ζωγράφιζα κι εγώ, αφού όλο αυτό τον καιρό, εκτός των άλλων, ασχολιόμουν με το σχέδιο. Μετά ήρθε κι ο ζωγράφος Ηλίας Φέρτης, μαθητής του Παρθένη. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μου δάσκαλοι. Με βοήθησαν. Με συμβούλευαν να ζωγραφίζω από τη φύση κι όσο πιο απλά γινόταν. Αν είχα κάτι μέσα μου, αυτοί το έσπρωξαν να βγει.

Ο δεύτερος λόγος που µε κέρδισε η τέχνη ήταν ο γνωστός ζωγράφος Μίμης Περδικίδης. Μέναμε κοντά, και μια μέρα έκανε το πορτρέτο του αδελφού μου, ο οποίος είπε στον Περδικίδη ότι ζωγραφίζω κι εγώ. Ετσι γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Εκείνος με παρότρυνε να πάω στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
Στην εποχή µου επικρατούσε ο µοντερνισµός και τον ασπάστηκα. Οχι όμως στην ακραία εκδοχή του, αλλά έναν μοντερνισμό που περιείχε έλλογη ανάλυση του φαινομένου. Ημουν εναντίον της απόλυτης αφαίρεσης. Δεν μπορούσα να την ανεχθώ. Δέχτηκα επιδράσεις που χρησιμοποίησα στη δουλειά μου και την ωφέλησε, φρεσκάρισε την αναπαράσταση. Ηθελα όμως να είναι το αποτέλεσμα εύληπτο, να καταλαβαίνει ο κόσμος τι βλέπει.
Με ενδιαφέρει να συγκρατώ τα συναισθήµατα για να μην εκτροχιαστώ. Αυτή είναι η δική μου στάση απέναντι στην τέχνη. Με ενδιαφέρει το έργο να είναι αναγνώσιμο, να καταλαβαίνει ο θεατής τι βλέπει, χωρίς όμως να είναι διδακτικό. Στα Προσφυγικά με ενδιέφερε να φανούν τα σπίτια, η φτώχεια. Η Δραπετσώνα ήταν μνήμες της παιδικής μου ζωής. Μνήμες από τις παράγκες που βάζαμε λεκάνες για να μαζεύει το νερό. Μνημονικές εικόνες που είχαν καθηλωθεί στον εγκέφαλο. Στα έργα για το Βιετνάμ ήθελα να αναδειχθεί η βία κι ο πόλεμος. Ισως γι’ αυτό κι οι Αμερικάνοι δεν τα θέλουν. Βρίσκομαι όμως σε διαπραγματεύσεις ώστε να τα χαρίσω στο Βιετνάμ.
Καλό είναι το έργο αν το δεις και το εγκρίνεις μετά από δέκα ημέρες, μου έλεγε η φίλη μου Νίκη Καναγκίνη. Μπορείς να το δεις και την επόμενη ημέρα και να το αλλάξεις. Ο τρόπος που κρίνει ο καθένας το έργο του έχει σχέση με την κουλτούρα του, τις ανησυχίες του και το κατά πόσο επιθυμεί να έχει ενδιαφέρον έξω από αυτόν.
Οταν βλέπω τη ζωγραφική, λέω «δεν θα αντέξει». Οταν πεθάνει ο ζωγράφος, θα τον ξεχάσουν. Κοιτάζω το Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών και βλέπω καλούς ζωγράφους για τους οποίους δεν γίνεται πια καθόλου λόγος. Το ερώτημα είναι με τι ερεθίσματα και ποιες εμπειρίες και παιδεία η αυριανή κοινωνία θα βλέπει τη ζωγραφική στο μέλλον. Τα έργα επί παραδείγματι της documenta μπορούν να επιβιώσουν μετά από 50 χρόνια; Τι θα γίνουν τα περιβάλλοντα;
Δεν έχω ζηλέψει έργο συναδέλφου µου διότι δεν έχω σκεφτεί ποτέ ότι θα ήθελα να δουλεύω με τον τρόπο του. Ισως από εγωισμό; Ισως επειδή έχω ξεκάθαρη εικόνα τού τι θέλω να κάνω; Δεν ξέρω. Θαυμάζω όμως συναδέλφους μου, όπως τον Ψυχοπαίδη, τον Μπότσογλου, τον Μυταρά, τον Φασιανό. Δεν πήγε όμως ποτέ ο νους μου να πάρω κάτι από εκείνους και να το παντρέψω με τη δουλειά μου. Δεν με βασάνισε ποτέ αυτή η σκέψη.
Διδάσκεται η τέχνη, αν και ο ίδιος έχω πει ότι δύσκολα διδάσκεται ή ότι δεν διδάσκεται. Δεν γίνεται ένας νέος άνθρωπος να μπει σε αυτή την ιστορία που λέγεται τέχνη και στα φορτία της χωρίς μια βοήθεια. Πρέπει, ωστόσο, το εκπαιδευτικό σύστημα να επικοινωνεί με το κοινωνικό περιβάλλον και τις ανάγκες του. Αν δεν υπάρχει αυτή η επικοινωνία, είναι ξένο σώμα. Πρέπει να δούμε τι ανθρώπους θέλουμε να βγάλουμε. Ικανούς να σκέπτονται, να κρίνουν, να κάνουν επιλογές μέσα σε ένα σύστημα δημοκρατικό; Τέτοιους σκεπτόμενους ανθρώπους δεν έχουμε βγάλει. Υπάρχει έλλειψη παιδείας και καλλιέργειας. Βέβαια παίζει ρόλο και η προσωπική ανησυχία.
Ολη η τέχνη έχει έστω και έναν ελάχιστο πολιτικό χαρακτήρα, ακόμη κι όταν δεν είναι πρόθεση του καλλιτέχνη. Εγώ το αποφάσιζα να έχουν πολιτική διάσταση τα έργα μου διότι ευτυχώς ή δυστυχώς είμαι αριστερός από τα γεννοφάσκια μου, παρόλο που οι αριστεροί σκότωσαν τον πατέρα μου το ’44. Εκανα όμως έναν υπολογισμό και είπα ότι σε μια κρίσιμη πολιτικο-κοινωνική περίοδο γίνονται και ατοπήματα τα οποία μπορεί να γίνονται είτε από τη Δεξιά είτε από την Αριστερά. Επέλεξα, όμως, την Αριστερά εκείνη που εκφράζει τον γνήσιο σοσιαλισμό, αυτό που περιμένει όλος ο κόσμος, με ισότητα και να ζουν όλοι καλά. Είναι μια ουτοπία και μια κοινωνική ανάγκη.
Σήµερα όταν ένα χρηµατοπιστωτικό ίδρυµα μπορεί να πατήσει πέντε κουμπιά και να αλλάξει την οικονομία μιας χώρας, μιλάμε για άγριο καπιταλισμό. Ποια μάχη να δώσεις απέναντί του; Δεν μπορούν πλέον οι πολιτικοί να εκφράσουν τις επιθυμίες του λαού. Κυβερνάνε εταιρείες όπως η Goldman Sachs. Είναι η περίοδος που κυβερνάνε οι διαχειριστές της οικονομίας με απροσδόκητους τρόπους και η πολιτική εξουσία είναι ανύπαρκτη.
Δεν έχω µετανιώσει για κάτι. Ημουν αγωνιστικός τύπος. Τη φτώχεια μου την πολέμησα. Χρήματα έβγαλα από την εφαρμοσμένη τέχνη. Θυμάμαι όταν έκανα την πρώτη έκθεση με τα ζωγραφισμένα φορέματα, ο Μόραλης γελούσε και μου έλεγε «φουστανάς θα γίνεις;». Επρεπε όμως να ζήσω και τα χρήματα που είχαμε ήταν με το σταγονόμετρο. Τις δοκιμές για να βαφούν τα φορέματα τις έκανα στη μασίνα που υπήρχε στο πατρικό σπίτι της Πέπης (σ.σ.: Σβορώνου, συζύγου του Δημοσθένη Κοκκινίδη). Οποια περιουσία έκανα την έκανα από τα φορέματα, όχι από τη ζωγραφική. Ημουν και στην Ομάδα Τέχνης. Μαζευόμασταν στου Δοξιάδη και κάναμε τους σοφούς. Κι όταν είπα ότι αν θέλουμε να επιζήσουμε, πρέπει να κάνουμε εφαρμοσμένη τέχνη και τη ζωγραφική να την αφήσουμε για αργότερα, το τι άκουσα δεν λέγεται. Μου φώναζαν «κατέβα κάτω».
Δεν φοβάµαι για µένα. Το μόνο που φοβάμαι μην πάθει κάτι η οικογένειά μου: η κόρη μου, ο εγγονός μου, ο γαμπρός μου. Αυτοί μου έμειναν. Και κάνα δυο φίλοι.
Δεν µε ενδιαφέρει τι θα γράψουν οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος δίπλα στο όνομά μου. Ας με ξεχάσουν. Ας πεθάνουν μαζί με μένα και τα έργα. Το λιγότερο που με ενδιαφέρει είναι το μετά θάνατον. Αν με ενδιέφερε, θα ήταν μόνο για την κόρη μου και τον εγγονό μου που δεν θα ήθελα να στενοχωρηθούν επειδή ξεχάστηκε ο παππούς. Από τη στιγμή που μια ποσότητα έργων που έχει πάει σε σπίτια, πόσοι από αυτούς θα τα πετάξουν και πόσοι θα τα κρατήσουν –αυτό είναι ένα ερώτημα που έχει ενδιαφέρον. Τι αντέχει στα χέρια ενός φιλότεχνου;