Μνήμη Μαρίας Μαργέτη

Οσο οδυνηρό κι αν είναι να ξεπροβοδίζει κανείς για πάντα αγαπημένους φίλους, άλλη τόση ευγνωμοσύνη θα έπρεπε να αισθάνεται για μια ευεργεσία που ερήμην τους –ή μήπως συνειδητά; –του επιδαψιλεύουν. Με το να προηγούνται στη συνάντησή τους με τον, κατά τον ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλο, «Μέγα Ων» είναι σαν να σου εξομολογούνται ως ένα προσωπικό μυστικό κάτι που η ιστορία της ανθρωπότητας, η ιστορία της τέχνης αλλά και η ίδια η καθημερινή ζωή, σου το επισείουν ως ένα αδιευκρίνιστο, τρομακτικό μυστήριο. Αν και ο θάνατος ενός φίλου θα έπρεπε να σημαίνει το ακριβώς αντίθετο, στην πραγματικότητα φαίνεται να ρίχνει άπλετο φως σε μια εξαιρετικά σκοτεινή περιοχή. Ενώ ο ίδιος λογάριαζε τον εαυτό του έντρομο μπροστά της, τελικά μοιάζει να ανακάλυψε μέσα του –έστω κι αν υποχρεώθηκε να το κάνει –τόσες δυνάμεις όσες ακριβώς του χρειάζονταν προκειμένου να δρασκελίσει το ανήκουστο πέρασμα.

Παρότι είναι βέβαιο πως δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αποτελεί για τον καθένα μας τη μοναδική καταναγκαστική επιλογή που μπορεί να αποκτήσει το κύρος μιας απόφασης που έχει συνειδητά και με πλήρη ελευθερία ληφθεί. Οσο ακατόρθωτη παραμένει η συμφιλίωσή μας με τον θάνατο, όταν έχουμε να κάνουμε με τον θάνατο εκατοντάδων, χιλιάδων, εκατομμυρίων αγνώστων μας, τόσο πιο οικείος και φιλικός γίνεται ως ενδεχόμενο όταν πρόκειται για τον θάνατο ενός αγαπημένου μας προσώπου. Αντί η αγάπη να βαθαίνει το μυστήριό του και επομένως να μας τον κάνει ακόμα περισσότερο τρομακτικό, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ετσι όπως γινόμαστε κάτοχοι από πρώτο χέρι μιας «ειδικής πληροφορίας» όπως είναι ο θάνατος, καταλαβαίνουμε πως η εξοικείωση μαζί του μπορεί να υπάρξει μόνο όταν έχουμε πραγματικά και βαθιά αγαπήσει.

Αδυνατούμε να συμφιλιωθούμε με τον θάνατο όταν δεν μας θίγει άμεσα, όταν η απόσταση ανάμεσα σε εμάς και στους άλλους είναι τόση ώστε δεν αποκτά άμεσο εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Αν συχνά φαίνεται να μη συγχωρούμε ανθρώπους με τους οποίους υπήρξαμε φίλοι εγκάρδιοι και στενοί και η συναναστροφή μας έπαψε να υφίσταται, δεν είναι κυρίως γιατί άλλαξε η συμπεριφορά τους ή για ό,τι πρόχειρα και εύκολα θα είχαμε να τους καταλογίσουμε. Είναι κυρίως γιατί μας στέρησαν τη δυνατότητα, όπως θα συνεχίζαμε να τους μελετούμε και να μας μελετούν, να βαθαίνουμε σε μια αίσθηση του θανάτου που η μακροχρόνια και αδιαπραγμάτευτη φιλία μας, όποιος κι αν προηγούνταν στην έξοδό του από τη ζωή, θα της έδινε το κύρος της αδιαμφισβήτητης δημιουργίας.

Ο θάνατος ενός αγνώστου μπορεί να μας διεγείρει αφαντάστως περισσότερο φιλοσοφικά και ηθικά, την απάντηση όμως στο ερώτημα γιατί ζούμε και γιατί πεθαίνουμε δεν μπορεί να μας τη δώσει παρά μόνο ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. Καθώς μόνο με την αγάπη γίνεται να αποσφραγιστεί ακόμα και το πιο βαθύ μυστήριο και ο αγαπημένος που ως ζωντανός εξέπεμπε οικεία για εμάς μηνύματα, μέσα σε δευτερόλεπτα μεταβάλλεται για χάρη μας σε διερμηνέα ενός κόσμου που φάνταζε απόρθητος, αλλά κατέληξε σε κάτι χειροπιαστό.