Οι «σκελετοί στις (εθνικές και κομματικές) ντουλάπες» είναι μέρος της ελληνικής παθογένειας. Εμφανίζονται (ή ανασύρονται) «κατά το δοκούν», είτε ως αιτιολογικά τεκμήρια έωλων κακοδαιμονιών, είτε και ως επικαλύψεις προθέσεων, αδυναμιών και αδιεξόδων. Προπαντός αδιεξόδων. Μέρος και αυτά, μιας καταθλιπτικής περιδινήσεως στον επιδεινούμενο φαύλο (χρεοκοπικό) κύκλο, στον οποίο εγκλωβίζεται και η χώρα και το σύστημα. Οπου: Η πρώτη μεν, προδήλως θυματοποιείται. Το δεύτερο δε, προφανώς ενοχοποιείται. Η πρώτη διασωληνωμένη στην εντατική των κατά δόσεις σωστικών δόσεων! Το δεύτερο καθηλωμένο στην παλινδρόμηση των διχαστικών αγκυλώσεων.

Αυτές οι σημάνσεις συνιστούν δυστυχώς αδυσώπητη διαλεκτική. Η οποία και βιώνεται στο «διά ταύτα»: Από μεν τους πολίτες ως βάναυση καθημερινότητα κι εμβαθυνόμενη πενία. Από δε τους θεσμικούς διαχειριστές της τραγωδίας ως καθηλωτική αμηχανία. Και ως προς το δέον γενέσθαι. Και ως προς τις ευθύνες που ανακύπτουν. Και οι οποίες πρέπει εν τέλει ν’ αναληφθούν. Αλλωστε η Ιστορία δεν αστειεύεται. Και δεν χαρίζεται κανενός. Το θέμα όμως αυτή τη στιγμή δεν είναι αυτό. Προέχει, αφενός η ανακοπή των υποτροπών και των κατολισθήσεων. Και η αναστροφή τους. Τα πραγματικά προβλήματα με τις κραυγαλέες ταυτοποιήσεις, απαιτούν περισσότερα. Και κυρίως ουσιαστικότερα. Τα οποία διαλαμβάνουν εκ προοιμίου: άρδην αλλαγή νοοτροπιών. Κι επομένως συμπεριφορών. Και προς εαυτούς. Που εξυπακούει γενναιόφρονα αυτοσκόπηση. Και προς τους άλλους. Κάτι που προϋποθέτει εξίσου γενναιόφρονα αλληλοαποδοχή. Οχι μόνο εξ ανάγκης ανοχή.

Οι αυτόδηλες ευθύνες λοιπόν, είτε θ’ αναληφθούν με συλλογικότερη αντίληψη του «δεν πάει άλλο». Είτε απλώς θα υποσκελισθούν και θα παραμερισθούν. Με τους νενομισμένους βεβαίως τόκους. Και τον ανατοκισμό. Με την αδυσώπητη δυναμική και των δεινών προβλημάτων και των πυορροούντων τραυμάτων. Εν ολίγοις: Ειδικά σε ό,τι αφορά τις ευθύνες δεν μπορεί να υπάρχουν εκπτώσεις! Κυρίως όμως, ούτε περιθώρια γι’ αναβολές. Καθώς στην κάθε πλέον ημέρα, προσμετρώνται κατά γεωμετρική πρόοδο, τα βάρη. Και τα εισαγόμενα. Και τα εντοπίως αναπαραγόμενα.

Ως «εν κατακλείδι»: το πρόβλημά μας ως χώρας, μπορεί να υπολογίζεται με όρους οικονομικής καταστροφής. Αλλά ο πυρήνας του είναι βαθύτατα πολιτικός. Τις οικονομικές παραμέτρους της εθνικής δυσανεξίας, μπορεί να τις στοιχειοθετήσουν οι επαΐοντες οικονομολόγοι και ειδήμονες τεχνοκράτες. Τις πολιτικές όμως διαστάσεις πρέπει και το ίδιο το σύστημα να τις ιχνηλατήσει και οι πολίτες να τις συνειδητοποιήσουν. Επιμεριζόμενοι και τις δικές τους ευθύνες.

Γιατί σε τελική ανάλυση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια προεπιβεβαιούμενη κατάρρευση. Της οποίας ευτυχώς ο επίλογος δεν έχει ακόμη συντελεσθεί. Και που επιβάλλεται ν’ αποσοβηθεί. Πάση θυσία. Κάτι που προϋποθέτει όχι ευχολόγια. Αλλά νέα στάση. Και νέες πολιτικές.