Οι πολλαπλές περιπτώσεις ευνοϊκής μεταχείρισης του πολιτικού και στελεχικού προσωπικού περιλαμβανομένων και των μελών του Κοινοβουλίου (εξαίρεση από τα μέτρα λιτότητας, διαδοχικές αυξήσεις αποδοχών και μάλιστα στα μουλωχτά, χωρίς διαφάνεια) που έχουν αποκαλυφθεί τελευταία, είναι επιεικώς απαράδεκτες. Αλλά πάνω απ’ όλα συνιστούν ένα κολοσσιαίο πολιτικό λάθος, ιδιαίτερα καθώς συμβαίνουν σε μια στιγμή που περικόπτονται δραστικά συντάξεις, μισθοί επιδόματα αναπηρίας, κ.λπ. Οι αποφάσεις αυτές θέτουν ένα σοβαρό ζήτημα δημοκρατικής πολιτικής συνέπειας και ηθικής ανάμεσα στο «τι λέγω» δημόσια και στο «τι πράττω» υπογείως, αφανώς. Στον αγγλοσαξονικό χώρο το πολιτικό αυτό ζήτημα έχει κωδικοποιηθεί στο ερώτημα: «Do as I say or do as I do?» –«Πράξε όπως λέγω ή πράξε όπως πράττω;». Και το ερώτημα εγείρεται όταν προφανώς υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε αυτό που λέγω και σε αυτό που πράττω ή σε ορισμένες περιπτώσεις «το πράττω» αντιστρατεύεται ευθέως «το λέγω». Στην περίπτωση αυτή οποιαδήποτε έννοια ηθικού πλεονεκτήματος ή «leading by example», «να ηγείσαι με το παράδειγμά σου», που συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο μιας πετυχημένης και ουσιαστικά νομιμοποιημένης, αποδεκτής ηγεσίας, αυτοακυρώνεται. Στην Ελλάδα και σε όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους, αλλά ιδιαίτερα με το σημερινό κυβερνητικό σχήμα, φαίνεται να κυριαρχεί η αντίληψη ότι μπορώ «να λέω», να υποστηρίζω απόψεις, στόχους, αρχές (υποτίθεται), και να παροτρύνω πολίτες και κοινωνία συνολικά να τις ακολουθήσουν, αλλά στην προσωπική μου συμπεριφορά είμαι ελεύθερος να πράττω όπως νομίζω, να ακολουθώ τη δική μου ιδιαίτερη λογική έστω κι αν αυτή συγκρούεται βάναυσα με τα «όσα λέγω». Η ακραία εκδοχή του; «Σχίζω τα Μνημόνια», αλλά υπογράφω ένα τρίτο και χειρότερο!

Η αντίληψη αυτή οδηγεί σε μια κατάσταση σύμφωνα με την οποία τα όσα λέγω δημόσια «δεν με δεσμεύουν» ατομικά. Δεσμεύουν ίσως μόνο τις συλλογικότητες. Ετσι μπορώ π.χ. να υπεραμύνομαι σθεναρά των δημόσιων αγαθών όπως λ.χ. της δημόσιας παιδείας, αλλά να χρησιμοποιώ με πλήρη άνεση τα ιδιωτικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Πριν από μερικά χρόνια υπουργός Παιδείας σε κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας οδηγήθηκε σε παραίτηση όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε στείλει τα παιδιά της σε ιδιωτικό σχολείο με δίδακτρα, ενώ εμφανιζόταν ως φανατική υποστηρίκτρια της δημόσιας εκπαίδευσης και των αρετών της. Οι κατηγορίες εναντίον της εστιάσθηκαν στην κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στο «what I say» δημόσια και στο «what I do» ιδιωτικά. Στην Ελλάδα όλα αυτά εμφανίζονται ολίγον ως «ψιλά γράμματα» (και) για την πρώτη φορά Αριστερά του ηθικού πλεονεκτήματος. Δεν ζητά βεβαίως κάποιος την υποδειγματική μέχρι θανάτου συνέπεια λόγων και πράξεων όπως, ας πούμε λόγω επικαιρότητας , του Νίκου Μπελογιάννη (των όποιων λόγων/ πράξεων) ή το ήθος ηγετών όπως λ.χ. των Λεωνίδα Κύρκου, Μιχάλη Παπαγιαννάκη, Γιώργου Γεννηματά (για να αναφερθούμε σε κάποια ονόματα της Αριστεράς που έφυγαν), αλλά τη στοιχειώδη συνέπεια, την αποφυγή της προκλητικής ασυνέπειας. Ούτε ζητά κάποιος μια ασκητική συμπεριφορά με μια ηθικολογούσα αφήγηση. Η «ανθρώπινη κατάσταση» υπαγορεύει πολλαπλές συμπεριφορές. Αλλά όχι κατ’ ανάγκη και την κωλοτούμπα.

Ιδιαίτερα σήμερα οφείλει κάποιος να διερωτηθεί εάν και κατά πόσον οι ατομικές συμπεριφορές, πράξεις και δραστηριότητες σημαντικού αριθμού διαπρύσιων αριστερών πολιτικών συμβιβάζονται με τη δημοσίως θρηνολογούσα καταδίκη από πλευράς τους της φτώχειας, της ανέχειας, της εξαθλίωσης, της μιζέριας του απλού κόσμου. Ή εάν, από την άλλη μεριά, η κατηγορηματική και υψηλοφρόνως αναγγελλόμενη προσήλωση σε μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμό και άλλα «ηχηρά παρόμοια» ακολουθείται από ανάλογες ατομικές εκσυγχρονιστικές συμπεριφορές. Εμφανώς όχι.

Η ασυνέπεια ανάμεσα σε «αυτό που λέγω» και σε «αυτό που πράττω» λειτουργεί ως η πλέον διαβρωτική παράμετρος υπονόμευσης της αξιοπιστίας της πολιτικής, ως ζημιογόνος κατάσταση για το συλλογικό, δημόσιο καλό, ως αιτία που εκτρέφει τον αντισυστημικό λαϊκισμό. Αλλά βεβαίως σε μια χώρα που τείνει να θεωρεί ως υπέρτατο, σοφό πολιτικό αξίωμα το λεχθέν ότι «στον χώρο της πολιτικής πολλά λέγονται αλλά δεν γίνονται και πολλά γίνονται αλλά δεν λέγονται», φαίνεται να επιτρέπονται τελικά όλα, τα πάντα. Ετσι τα μέλη του Κοινοβουλίου (βεβαίως με εξαιρέσεις) που ψηφίζουν τις περικοπές μισθών και συντάξεων θεωρούν ότι τα ίδια θα πρέπει ταυτόχρονα να έχουν βελτίωση στις αποδοχές τους και εξαιρέσεις από μέτρα λιτότητας. Θρίαμβος του ηθικού πλεονεκτήματος ή leading by example;