Η περίοδος αυτή φαίνεται τώρα πολύ μακρινή –λίγο σαν τοπίο που το βλέπεις έχοντας γυρίσει το τηλεσκόπιο ανάποδα. Αλλά μέσα σε 15 μήνες, από τον Ιούνιο του 2014 ώς τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ελλάδα έζησε έξι διαφορετικές κάλπες. Ευρωεκλογές και δημοτικές, προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, δημοψήφισμα και πάλι βουλευτικές. Σε σχέση με μια θύελλα αναμετρήσεων σε ποικίλα τερέν και ενίοτε με διαφορετικούς πρωταγωνιστές και αντιπάλους, ζούμε σε ένα περιβάλλον πολιτικής στατικότητας. Διαφορετικά ειπωμένο: η χώρα έχει μπροστά της μια έρημο μέχρι τις πρώτες εκλογές που είναι οι ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2019.

Τριάμισι ολόκληρα χρόνια χωρίς κάλπες –πότε υπήρξε ανάλογη συγκυρία; Αλλη μια απόδειξη ότι το τάιμινγκ είναι τα πάντα στην πολιτική και ότι ο Αλέξης Τσίπρας το είχε και αυτό με το μέρος του. Η εκλογική στατικότητα δεν σημαίνει όμως ότι κάποια μεγέθη παραμένουν σταθερά. Ας πούμε είναι πια φανερό ότι το δημοσκοπικό χάσμα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχει παγιωθεί –και δεν αποκλείεται να διευρυνθεί. Αυτό σημαίνει ότι θα σταθεροποιηθεί η εντύπωση ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν κερδίζει τις επόμενες εκλογές όσο μακριά κι αν είναι αυτές. Ακριβώς αυτό που έζησε ο Κώστας Σημίτης από το 2001 και μετά. Οχι πως δεν έκανε αναρίθμητες προσπάθειες να αναστρέψει τη φορά των πραγμάτων: ώς και την πόρτα της αρχηγίας άνοιξε στον Γιώργο Παπανδρέου. Αντίστοιχες κινήσεις επιχειρεί ή θα επιχειρήσει και ο Αλέξης Τσίπρας. Τόσο η απλή αναλογική όσο και η συνταγματική αναθεώρηση εγγράφονται σε αυτή τη γραμμή. Σε άλλον ο Τσίπρας δεν θα παραδώσει. Κανένα δημοψηφισματάκι όμως στην brexitιασμένη Ευρώπη του 2018-19 δεν πρέπει εντελώς να αποκλείεται. Κανείς δεν πάει παθητικά προς την ήττα.

Από την άλλη πλευρά, είναι το στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οσο μεγαλώνουν οι δημοσκοπήσεις τόσο ο νέος αρχηγός της ΝΔ δεν έχει να ανησυχεί για τους πρώην ή τα διάφορα κομματικά υποσυστήματα που δεν τον χώνεψαν ποτέ. Κανείς δεν τα βάζει με αρχηγό που φαίνεται ότι κερδίζει. Ο Μητσοτάκης τείνει να καραμανλοποιηθεί με όρους 2001-2003 και χωρίς, προς το παρόν, να έχει επιχειρήσει ιστορικούς συμβιβασμούς όπως έκανε ο τότε προκάτοχός του με τον Σουφλιά, την Ντόρα και τον Μεϊμαράκη. Κι αυτό γιατί ο Κυριάκος δεν προέρχεται από χαμένες εκλογές, όπως έγινε με τον Καραμανλή του 2000. Στην πραγματικότητα, το δημοσκοπικό προβάδισμα και η στοχευμένη εκστρατεία στο τερέν –όπου ο νεότερος Μητσοτάκης ένιωθε πάντα άνετα με τους εκλογείς –δημιουργούν μια πρωτοφανή πολιτική συνθήκη. Και μια σειρά από ερωτήματα. Θα επιβάλει –ανεπαίσθητα ή απότομα –ο Κυριάκος μια νέα ηγετική ομάδα στη ΝΔ; Και ποια θα είναι αυτή; Ακόμη περισσότερο: θα μετεξελίξει τη ΝΔ προς το Κέντρο; Ή θα θεωρήσει ότι η λογική της χρήσιμης –αντι-ΣΥΡΙΖΑ –ψήφου θα κάνει από μόνη της τη δουλειά;

Ενα είναι βέβαιο: και νικητής ακόμη, στον απώτερο ορίζοντα του 2019, ο Κυριάκος θα έχει πάλι τον Τσίπρα αντίπαλό του. Το σειραϊκό μοντέλο αρχηγός – πρωθυπουργός – πρώην δύσκολα θα ισχύσει για κάποιον που είναι νέος και κυριαρχεί απόλυτα στον πολιτικό του χώρο. Υπό την έννοια αυτή, ο Μητσοτάκης μπορεί να έχει αιώνιο αντίπαλο τον Τσίπρα όπως ο πατέρας του τον Αντρέα. Εναν Τσίπρα που θα έχει, σε ενάμιση χρόνο, το εξής δίλημμα: να πάει σε ήττα το 2019 για να ανασυγκροτήσει τον ΣΥΡΙΖΑ πάνω στην προοπτική της απλής αναλογικής που θα ισχύσει στις μετέπειτα εκλογές; Ή να παίξει το γκράντε χαρτί ενός δημοψηφίσματος, εκμεταλλευόμενος την απελπισία των Ελλήνων ύστερα από οκτώ χρόνια λιτότητας σε μια Ευρώπη που, μαζί με τους Βρετανούς, δεν αποκλείεται να αποχαιρετήσει και τίποτε Ούγγρους ή Πολωνούς;

Αλλά, βέβαια, είναι πολύ νωρίς για όλα αυτά –που όλα μπροστά μας είναι.