Πολύ φοβάμαι πως, επειδή είμαστε βουτηγμένοι ώς τον λαιμό στα δικά μας προβλήματα, έχουμε επικεντρώσει το βλέμμα μας στην Ελλάδα και ρίχνουμε μόνο ένα φευγαλέο βλέμμα στην Ευρώπη.

Ωστόσο, όσοι παρακολουθούμε συστηματικά τις εξελίξεις βλέπουμε ότι η ΕΕ μπαίνει όλο και πιο βαθιά σε ένα αδιέξοδο. Οι περισσότεροι από τον χώρο της πολιτικής, της οικονομίας και των ΜΜΕ περίμεναν, μετά το Brexit, ότι η Αγγλία θα ήταν η χώρα που θα αντιμετώπιζε τα πιο δύσκολα προβλήματα. Τώρα διαπιστώνουμε ότι το Brexit έβγαλε στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες και τις στρεβλώσεις της ΕΕ.

Την προηγούμενη εβδομάδα, στα «προεόρτια» της άτυπης Συνόδου της Μπρατισλάβας, είδαν το φως μια σειρά από δηλώσεις, πολιτικών και υψηλόβαθμων στελεχών της ΕΕ, οι οποίες αποκάλυψαν την αμηχανία και την ατολμία των ηγετών της Ευρώπης. Το ίδιο έγινε και στην Μπρατισλάβα: μια γενικόλογη συμφωνία του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, έστω και αν αυτός ο παρονομαστής δεν λύνει τα προβλήματα, αλλά απλώς τα μεταθέτει.

Η πρώτη από τις δηλώσεις ήταν εκείνη του υπουργού Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, ο οποίος δήλωσε απερίφραστα πως η Ουγγαρία, με τα διπλά συρματοπλέγματα στα σύνορά της και την πλήρη απαξίωση των κανόνων των Βρυξελλών, δεν έχει θέση στην ΕΕ.

Είναι η πρώτη φορά που υπουργός χώρας της ΕΕ μιλάει έξω από τα δόντια για μια άλλη χώρα της ΕΕ και η δήλωσή του δεν έχει σχέση με την οικονομική πολιτική, αλλά με τη συμπεριφορά της χώρας ως κράτους-μέλους. Ώς τώρα είχαμε συνηθίσει να ακούμε, πρώτοι εμείς, αλλά και οι άλλες χώρες του Νότου, καθημερινά και μια άλλη κατηγορία για την οικονομική πολιτική και τη μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Αντίθετα, η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών του Λουξεμβούργου αφορά τους κοινούς κανόνες συνύπαρξης των κρατών-μελών της ΕΕ και την τήρησή τους απ’ όλα τα μέλη.

Δεν ήταν ο μόνος. Μία μέρα μετά τη λήξη της άτυπης Συνόδου στην Μπρατισλάβα, ένας πολύ έγκυρος αρθρογράφος της «Süddeutsche Zeitung», ο Thorsten Denkler, έγραφε ότι για όσες χώρες ζητούν «ελαστική» εφαρμογή των κανόνων για την αποδοχή των προσφύγων στις χώρες τους, η «ελαστικότητα» αυτή θα πρέπει να εφαρμοστεί και στα οφέλη που έχουν οι χώρες αυτές από την ΕΕ.

Επειδή εμείς στην Ελλάδα ταλαιπωρούμαστε από μια κυβέρνηση λαϊκισμού και οπορτουνισμού με αριστερό λόγο, κάποιοι από μας τείνουν να πιστέψουν ότι το πρόβλημα στην Ευρώπη είναι η Αριστερά. Το πρόβλημα δεν είναι όμως η Αριστερά, αλλά κάποιες χώρες του τέως ανατολικού μπλοκ, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι οποίες πορεύονται προς έναν δεξιό εθνικισμό, απορρίπτουν άμεσα ή έμμεσα τη φιλελεύθερη δημοκρατία και επιδιώκουν ένα καθεστώς τύπου Πούτιν.

Στο ζήτημα των προσφύγων, μάλιστα, ο διαχωρισμός Δεξιά – Αριστερά είναι κενός νοήματος. Οι δύο δεξιές κυβερνήσεις που ανέφερα παραπάνω, η Ουγγαρία και η Πολωνία, αρνούνται να δεχτούν έστω και έναν πρόσφυγα. Η μετωπική ρήξη τους είναι με την Ανγκελα Μέρκελ και όχι με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Τσεχίας, η οποία αρνείται, επίσης, να δεχτεί έστω και έναν πρόσφυγα.

Μια μέρα, μετά τη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, εμφανίστηκε ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι με δηλώσεις του, οι οποίες ζητούσαν από την ΕΕ μια πιο ενεργή κοινωνική πολιτική και περισσότερα κοινωνικά προγράμματα, ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες στις χώρες της ΕΕ.

Αυτό είναι το απόλυτο οξύμωρο. Από τη μια έχουμε τους πολιτικούς της ΕΕ, οι οποίοι από την αρχή της κρίσης δεν έχουν άλλο λόγο εκτός από τον οικονομικό (και πρόσφατα τον προσφυγικό), και από την άλλη έναν τραπεζίτη, που μιλάει πολιτικά. Και μόνο αυτό το παράδειγμα θα έφτανε για να καταλάβουμε πόσο στραβά αρμενίζει η Ευρώπη.

Ο Μάριο Ντράγκι αλλά και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος ανακοίνωσε τον διπλασιασμό του αναπτυξιακού πακέτου του, βλέπουν την επικίνδυνη πορεία της ΕΕ και, εκτός από τις παρεμβάσεις που προτείνουν, καλύπτουν και τα νώτα τους. Αν αύριο η κατάσταση φτάσει σε αδιέξοδο, θα δηλώσουν το γνωστό «εμείς τα είπαμε».

Και φτάνουμε στο τελευταίο, άκρως ανησυχητικό, γεγονός: στις εκλογές του Βερολίνου την περασμένη Κυριακή. Για πρώτη φορά η ξενοφοβική Ακρα Δεξιά της Γερμανίας, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, μπαίνει στο Κοινοβούλιο και μάλιστα με ποσοστό 14,2%.

Ας μην καταφύγουμε στην εύκολη εξήγηση: η Ακρα Δεξιά είναι πανευρωπαϊκά σε άνοδο. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Γερμανία είναι η ηγέτιδα χώρα της Ευρώπης. Ως ηγέτιδα χώρα, δεν επηρεάζει μόνο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, τα Μνημόνια και τη γενικότερη οικονομική πολιτική της ΕΕ. Οι τάσεις των πολιτών που εκδηλώνονται στην ηγέτιδα χώρα επηρεάζουν και τους πολίτες άλλων χωρών. Κανείς δεν μας λέει ότι αμφιταλαντευόμενοι πολίτες σε άλλες χώρες της ΕΕ δεν θα ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές ακροδεξιά κόμματα με το επιχείρημα «Γιατί οι Γερμανοί και όχι εμείς;».

Ο μόνος πολιτικός της Ευρώπης που έχει επίγνωση των προβλημάτων είναι ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι. Η άρνησή του να παρευρεθεί σε κοινή συνέντευξη Τύπου με την Ανγκελα Μέρκελ και τον Φρανσουά Ολάντ, μετά τη Σύνοδο της Μπρατισλάβας, με την αιτιολογία ότι «εγώ δεν μπορώ να υποκρίνομαι ενότητα», αλλά και οι συνεντεύξεις που έδωσε τις επόμενες μέρες δείχνουν ότι αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης στην ΕΕ.

Δυστυχώς, όπως λέει η γνωστή παροιμία, ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.