Πώς θα μπορούσε να περιγράψει κανείς το πολιτικό τοπίο που άφησε πίσω της η οικονομική κρίση; Πρώτον, εξαϋλώθηκαν οι δύο κομματικοί πυλώνες της Μεταπολίτευσης που συγκέντρωναν πάνω από 80% της ψήφου. Ο ένας από αυτούς, που κυβέρνησε τα περισσότερα χρόνια (ΠΑΣΟΚ), κατέρρευσε και κινείται μεταξύ περιθωρίου και αφανισμού. Ενα μικρό κόμμα της Αριστεράς με τον νεότερο πολιτικό αρχηγό κέρδισε καθαρά δύο εκλογικές μάχες και ένα δημοψήφισμα. Ο πολιτικός σεισμός έχει καταλήξει, στη φάση αυτή, σε ένα φαινόμενο: σε κάτι που μπορεί να περιγραφεί ως απέραντο πολιτικό κενό. Συνολική αίσθηση απαξίωσης: από το πολιτικό προσωπικό, το «αποτυχημένο κράτος» (failed state), τα ΜΜΕ, τους θεσμούς.

Η εικόνα που έχουμε μπροστά μας είναι ταυτόχρονα μελανή αλλά και πεντακάθαρη. Τη φωτίζει μία σειρά από ποσοστά δημοσκοπήσεων. Από τη δεκαετία του 1980, οι Τάσεις της MRB γίνονται πρόσωπο με πρόσωπο (και όχι τηλεφωνικά) διατηρώντας υψηλή αξιοπιστία. Τα ποσοστά είναι αμείλικτα. Στην πρόθεση ψήφου τον Ιούνιο του 2016, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα αθροιστικά συγκεντρώνουν μόνο το 50%. Η αδιευκρίνιστη ψήφος είναι το «μεγαλύτερο κόμμα»! Μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2016, η εικόνα της ΝΔ και του φθειρόμενου ΣΥΡΙΖΑ επιδεινώνεται. Μόνο το 29,4% θα επιθυμούσε η ΝΔ να κερδίσει τις εκλογές. Ακόμη μικρότερο ποσοστό (23,6%) θα ήθελε νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ 36,7% δεν θα ήθελε τη νίκη κανενός! Καταλληλότερος πρωθυπουργός θεωρείται ο Μητσοτάκης μόνο με 21,6%, με τον Τσίπρα στο ναδίρ του 17,8%. Και των δύο η εικόνα χειροτερεύει. Φυσικά, ο Τσίπρας είναι πιο αντιδημοφιλής με 69,8% αρνητικών κρίσεων, αλλά και ο Μητσοτάκης δεν πείθει με 63,1%. Κάποτε, αρχηγοί μικρών κομμάτων διέθεταν ρεκόρ δημοφιλίας. Τώρα βρίσκονται στον βυθό του «πολιτικού κενού». Οτιδήποτε «πολιτικό», είτε δημιουργεί αποστροφή είτε είναι αναξιόπιστο.

Βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να παρηγορηθεί ισχυριζόμενος πως μια σαρωτική κρίση αξιοπιστίας μαστίζει τους περισσότερους πολιτικούς της εποχής μας, στις περισσότερες δημοκρατίες. Ακόμη και η συγκροτημένη, μετριοπαθής και ήρεμα ηγετική Μέρκελ φθείρεται. Για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, οι δύο υποψήφιοι για την προεδρία δίνουν τη μάχη με κυρίαρχα τα έντονα αρνητικά χαρακτηριστικά τους. Ο Τραμπ είναι ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να φανταστεί κάποιος ως ηγέτη της υπερδύναμης, ειδικά αν ως πρόεδρος κληθεί να αντιμετωπίσει μια κρίση της μισής έντασης από την 11η Σεπτεμβρίου! Ο Μπους μπορεί να ήταν ακραίος, ήταν όμως προβλέψιμος. Η υποψηφιότητα του Τραμπ περιγραφόταν από αρθρογράφο του συντηρητικού «Spectator» ως «αμερικανική ιστορία τρόμου». Ο τρόμος προκύπτει και από τους άλλους υποψηφίους για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών με τα παρανοϊκά που εκστόμιζαν και κατέγραφε το «London Review of Books» (28-7-2016), μεταξύ των οποίων ότι η μεταρρύθμιση του Ομπάμα για κρατική υγειονομική ασφάλιση αποτελεί «λενινισμό και οδηγεί σε κομμουνισμό», μέχρι και ότι «η ζωή των μαύρων ήταν καλύτερη παλαιότερα υπό συνθήκες δουλείας»!

Στην Αυστρία μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος ένας νεοφασίστας. Στη Γαλλία, αν εκλεγεί ο Σαρκοζί, θα μπουν από την πίσω πόρτα, σε μεγάλο βαθμό, οι ιδέες της Λεπέν. Στη Βρετανία, ένας κατά τεκμήριο πετυχημένος πρωθυπουργός προκήρυξε αχρείαστο αυτοκαταστροφικό δημοψήφισμα. Οι τρεις λαϊκιστές ηγέτες του Brexit ή έκαναν χαρακίρι (Τζόνσον, Γκρόουβ) ή τράπηκαν σε φυγή (Φάρατζ). Σε μια χώρα με μακρά δημοκρατική παράδοση που αποτελεί μοντέλο, το κόμμα της αντιπολίτευσης (Εργατικό Κόμμα) έχει εκλέξει έναν αρχηγό (στον οποίο και εμμένει) ώστε να μείνει εκτός εξουσίας στο διηνεκές. Στην Ευρώπη, πέραν της Μέρκελ, οι ηγέτες είναι πολιτικοί νάνοι, που περιφέρονται ωσάν να έχουν εντυπωσιακό ανάστημα. Ειδικά στην Ανατολική Ευρώπη, κυβερνούν ημι-ακροδεξιοί λαϊκιστές.

Ομως, η πολιτική κρίση γύρω μας δεν αποτελεί «παρηγοριά στον άρρωστο». Πολλές από τις προηγμένες δημοκρατίες μπορεί να αντικρίζουν μια βαθιά κρίση στον χώρο της πολιτικής, αλλά οι δομές τους είναι ισχυρές. Διαθέτουν οικονομίες με γερές βάσεις. Είναι κράτη που αποδεικνύονται αποτελεσματικά. Η επιχειρηματικότητά τους λειτουργεί σε πλαίσια που τη μετατρέπουν σε ατμομηχανή ανάπτυξης. Αντιθέτως στη χώρα μας, όπως αποκάλυψε πρόσφατη μελέτη της Κομισιόν, οι κρατικές δαπάνες, που κατατάσσονται στις τρεις υψηλότερες, φθάνουν το 55% του ΑΕΠ. Πρόκειται για δαπάνες ενός «αποτυχημένου κράτους»! Αυτή είναι η τραγωδία.

Από τις χώρες της ευρωζώνης, που βίωσαν σκληρή οικονομική κρίση, μόνο η χώρα μας ήταν εξ αρχής και παραμένει πάντα μαύρο πρόβατο. Στην άκρη της αβύσσου. Οι πολιτικές ελίτ που διαχειρίστηκαν την κρίση στην Ελλάδα, ήταν στο μεδούλι τους αντιμεταρρυθμιστικές. Οι αντιπολιτεύσεις ήταν λαϊκιστικές και συγκρουσιακές. Λαϊκιστικής ήταν ο Σαμαράς και στα χνάρια του βάδισε ο Τσίπρας. Και οι δύο προκάλεσαν αναίτιες πρόωρες εκλογές. Σήμερα, οι όποιες μεταρρυθμίσεις γίνονται με το πιστόλι στον κρόταφο. Η ένδεια στελεχικού δυναμικού των κομμάτων κάνει ακόμα πιο αναποτελεσματικές τις κυβερνήσεις. Η ένδεια αυτή μεγαλώνει.

Προσφάτως, το «New Statesman» προειδοποιούσε πως αν τα κόμματα στη Βρετανία δεν ανανεωθούν ριζικά, θα φαντάζουν «ακόμα περισσότερο άρρωστα και απωθητικά στην κοινωνία». Τούτο ισχύει στο πολλαπλάσιο στη χώρα μας, όπου οι προκλήσεις είναι πολύ πιο μεγάλες. Πώς θα τις υπερβούμε, όμως, με αυτό το πολιτικό προσωπικό και αυτά τα κόμματα; Υπάρχει ελπίδα κάτι να αλλάξει;

Δεν υπάρχουν περιθώρια για ιδιαίτερη αισιοδοξία. Ο νυν Πρωθυπουργός, μετά τα ολέθρια λάθη της βαρουφάκειας φάσης, όντως ωριμάζει. Γίνεται πιο ρεαλιστής. Παρ’ όλα αυτά, ένα τμήμα του DNA του κόμματός του είναι και δικό του. Αρα, δύσκολα θα φέρει τα πάνω κάτω στο κόμμα του. Και τούτο, παρά το ότι χωρίς τον Τσίπρα δεν υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική που εφαρμόζει στην πράξη και το αφήγημα, που την υποστηρίζει, είναι θαμπά. Η ημι-υιοθεσία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων τον καθιστά κυβερνητικά αναποτελεσματικό. Και τον φθείρει.

Με τη σειρά του, στο χώρο της αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ήθελε όντως να υπερβεί το φθαρμένο και αναχρονιστικό κόμμα του. Μίλια όμως χωρίζουν τις επιθυμίες από τις πρακτικές του. Παρουσία φόβου και απουσία ηγετικής αποφασιστικότητας τον παραλύουν. Ετσι, το κόμμα του τον καταπίνει. Ηδη έχει χάσει το στοίχημά του να παρουσιαστεί ως «άλλου τύπου πολιτικός». Η στρατηγική της σύγκρουσης σε όλα με λάβαρο τις πρόωρες εκλογές, που χειροκρότησε το άρρωστο κόμμα του, τον τραυματίζουν. Του στερούν δυναμική. Τέλος, η διαβόητη Κεντροαριστερά ως εγχείρημα έχει καταστεί φάρσα για να «περνάει η ώρα».

Πώς λοιπόν να αλλάξουν τα κόμματα; Πώς θα ανανεωθούν με ικανούς από την κοινωνία χωρίς τοξίνες παλαιοπολιτικής; Ποιος επιτυχημένος άνθρωπος θα σπεύσει να ενταχθεί στη μιζέρια και στη μετριότητα του σύμπαντος των κομμάτων; Αρα, στα κόμματα η ζωή θα συνεχίζεται με τη σημερινή μορφή της. Το φαινόμενο του «πολιτικού κενού» θα διαιωνιστεί. Είναι εδώ για να μείνει. Με το όποιο κόστος για τη χώρα.

Ο Γιάννης Λούλης είναι πολιτικός αναλυτής, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας

www.johnloulis.gr