Η βασική συνθήκη της Δημοκρατίας είναι ότι δεν επιβάλλεται –δεν λέει «είμαι Δημοκρατία», παρέχει τις πρακτικές δυνατότητες να το νιώθουν τα υποκείμενα της και δεν ταπεινώνει πρόσωπα και θεσμούς. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια δίπλα στην κλασική παρέκβαση της «τυπικής» Δημοκρατίας (που διαθέτει τους κανόνες, αλλά υστερεί καθοριστικά στην υλοποίησή τους), ήρθε, με επίκεντρο την ελευθερία, να προστεθεί η ακόμα πιο επικίνδυνη εκδοχή της «ημι-Δημοκρατίας» (όπου οι ηγέτες εκλέγονται, αλλά τους επιτρέπεται να διοικούν αυταρχικά). Παραλλαγή αυτής της εκδοχής είναι η εμφάνιση στην Ελλάδα, υπό την παρούσα κυβέρνηση, της «Δημοκρατίας της ταπείνωσης».

Η ταπείνωση συνίσταται στη συνειδητή καλλιέργεια της αίσθησης, για όσους δεν ανήκουν στην ομάδα εξουσίας είτε συμμετέχοντας σε αυτήν είτε υποστηρίζοντάς την, ότι είναι παρίες και ότι εις βάρος τους λειτουργεί ανοιχτά το τεκμήριο της ενοχής. Σε αυτό κατατείνουν πρακτικές όπως η διακινούμενη από το πρωθυπουργικό και τα υπουργικά γραφεία παραδημοσιογραφία των «νον πέιπερς», η χρησιμοποίηση του μόνου επιχειρήματος της εγγύτητας με την εξουσία για πολιτικές αξιολογήσεις, τοποθετήσεις, επιλογές (ακόμα και σε περιπτώσεις που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει το αντίθετο, όπως στις Ανεξάρτητες Αρχές), η δημιουργία και δημοσιοποίηση ομάδων «φίλων» και «εχθρών» σε όλα τα επίπεδα και τις δραστηριότητες (ακόμα και μεταξύ των ολυμπιονικών), η αμφισβήτηση ή προαναγγελία ή χειραγώγηση δικαστικών ενεργειών αναλόγως του αν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα είναι «φίλοι» ή «εχθροί» (αρκεί κανείς να σκεφτεί το ανακριτικό σκέλος του πρόσφατου ατυχήματος της Αίγινας). Τέτοιες πρακτικές, και άλλες παρόμοιες, προκαλούν διακρίσεις, πιέσεις και ανοιχτή υποτίμηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας –στοιχεία που είναι όλα μη συμβατά με τη Δημοκρατία.

Η τάση αυτή απέκτησε εύγλωττη αλλά γκροτέσκα εικονογράφηση με την πρόσφατη διεξαγωγή της «δημοπρασίας» για τις τηλεοπτικές άδειες. Πέρα από τη σκοπιμότητα και τη νομιμότητα της ίδιας της διαδικασίας –νομιμότητα για την οποία θα αποφανθούν όχι μόνο τα ελληνικά αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς η ραδιοτηλεοπτική ελευθερία και οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες είναι, όσο και αν ανθίσταται η κυβέρνηση, αγαθά προστατευόμενα από το ευρωπαϊκό δίκαιο –το πρωτόγνωρο στοιχείο είναι η σκηνοθεσία. Η μετατροπή μιας διοικητικής διαδικασίας σε κακόγουστο αλλά γαργαλιστικό ριάλιτι σόου –εγκλεισμοί διαγωνιζομένων σε συνθήκες στρατοπέδου, διαδόσεις και διαρροές για φίλους και εχθρούς, ωμή κυριαρχία του χρήματος –σε ένα μόνο αποσκοπεί: την ανάδειξη της υποταγής των «καναλαρχών» –νυν και ερχομένων –στην εξουσία της στιγμής και στους παντοδύναμους εκφραστές της. Ταπείνωση που έρχεται σε συνέχεια αυτής που υπέστη η κυβέρνηση από τη θεσμική Ευρώπη, την Ευρώπη του κράτους δικαίου, σχετικά με τους χειρισμούς της στην υπόθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας.

Και τις δύο ταπεινώσεις στις οποίες υποβάλλει την ελληνική κοινωνία, η κυβέρνηση τις δικαιολογεί στο όνομα της «Δημοκρατίας» και της αντίστασης σε «παρεμβάσεις». Θα μπορεί να το κάνει όσο σιωπούν ή δεν ανθίστανται, με τα όπλα της Δημοκρατίας, αυτοί που πραγματικά την πονάνε.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος