Τι κοινό έχουν οι κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά και του Αλέξη Τσίπρα; Κι ας μη βιαστεί κανείς να απαντήσει περί Μνημονίων και σχετικών τινών. Η απάντηση βρίσκεται σε ένα όνομα: Γιώργος Καλαντζής.

Η συνέχεια του κράτους ειδικά σε ό,τι αφορά καίρια πόστα σε υπουργεία και φορείς, προκειμένου οι θέσεις αυτές να μην μπαίνουν στο παιχνίδι των κομματικών εξαρτήσεων και να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα, αποτελεί μία από τις σταθερές εξαγγελίες όλων ανεξαιρέτως των κυβερνώντων.

Μόνο που ποτέ δεν έγινε επί της ουσίας πράξη, με γενικούς και ειδικούς γραμματείς να εναλλάσσονται με κάθε κυβέρνηση. Ποτέ; Οπως λένε, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο Γιώργος Καλαντζής, ο οποίος βρέθηκε στο πόστο του γενικού γραμματέα Θρησκευμάτων το καλοκαίρι του 2011.

Υστερα από τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, τρεις πρωθυπουργούς εκλεγμένους από τη βάση, έναν που τοποθετήθηκε επικεφαλής σε κυβέρνηση συνεργασίας και δύο υπηρεσιακούς –ας μη μετρήσουμε τους υπουργούς Παιδείας –ο Γιώργος Καλαντζής εξακολουθεί να βρίσκεται στο ίδιο πόστο.

Μάλιστα, λίγο μετά την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015, ο νεοεκλεγείς τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φέρεται να έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και δεν ήταν για τα συγχαρητήρια.

Τον Φεβρουάριο του 2015, ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε να παραμείνει στη θέση του γενικού γραμματέα Θρησκευμάτων ο Γιώργος Καλαντζής. Η Εκκλησία είχε μέσω του προσώπου αυτού άριστη επικοινωνία με το υπουργείο Παιδείας, υπήρξε το επιχείρημα του Αρχιεπισκόπου.

Βέβαια, από την πλευρά του ο Καλαντζής έναν μήνα μετά υπεραμύνθηκε της υποχρέωσης του κράτους να καλύπτει τη μισθοδοσία των κληρικών. «Ο ιερός κλήρος υπάγεται στο ενιαίο μισθολόγιο χωρίς καμία θετική ή αρνητική διάκριση» ανέφερε μεταξύ άλλων σε ανακοίνωσή του.

Η στήριξη μάλιστα του Αρχιεπισκόπου ήρθε παρά το γεγονός πως επρόκειτο για ένα πρόσωπο, που από την ανάληψη των καθηκόντων του είχε μιλήσει σαφώς για τα δικαιώματα των αλλοθρήσκων, για την ανάγκη διαθρησκευτικής προσέγγισης, για τη δημιουργία τεμένους και για την ίδρυση Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών. Τοποθετήσεις, βέβαια, που δεν συνάντησαν θερμή υποδοχή από το σύνολο του εκκλησιαστικού κόσμου.

«Είναι εντελώς απαράδεκτο για μια σύγχρονη, δημοκρατική κοινωνία να αρνείται έμμεσα το δικαίωμα στην ελεύθερη άσκηση της λατρείας» υπήρξε μία από τις επισημάνσεις του ήδη από το 2012. Πλέον βλέπει έναν από τους στόχους του να γίνονται πραγματικότητα με την ψήφιση από τη Βουλή νόμου για την ανέγερση τεμένους στον Ελαιώνα.

Η απάντησή του σε όσους λένε «κανένα τζαμί πουθενά στην Αθήνα, κανένας μουσουλμάνος» είναι πως ταυτίζονται με εκείνους που στο παρελθόν είχαν υποστηρίξει κάτι ανάλογο και οδήγησαν σε καταστάσεις Αουσβιτς. Ο Καλαντζής συχνά παραπέμπει και στα βιώματα των χριστιανών ορθόδοξων.

«Οι έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι επί αιώνες ήταν θύματα θρησκευτικών διακρίσεων σε όλες τις πλευρές της ζωής τους. Υπήρξαν εποχές που ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ειδικού χρώματος καλύμματα κεφαλής για να ξεχωρίζουν αμέσως από τους Οθωμανούς» έχει αναφέρει.

«Οταν αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα νέο κράτος, αποφάσισαν την ίδια στιγμή ότι αυτό το κράτος δεν θα έκανε ποτέ θρησκευτικές διακρίσεις γιατί ήθελαν να είναι καλύτεροι άνθρωποι από τους θύτες τους» προσθέτει.

Ανάλογη υπήρξε η άποψή του και προ μηνών, από άλλη σκοπιά βέβαια, όταν από τη γείτονα ανακοινώθηκε πως θα γίνει ανάγνωση του Κορανίου στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης και ρωτήθηκε κατά πόσον αυτό συνάδει με τις υποχωρήσεις –κατά ορισμένους –από ελληνικής πλευράς όπως η ανέγερση του τεμένους.

«Αν κάποιος θέλει το μέτρο των πράξεών του να είναι οι άλλοι, οπότε να συναγωνίζεται στο πόσο χειρότερος μπορεί να γίνει σε σχέση με άλλους, ή αν θέλει να αποφασίσει ότι το μέτρο των πράξεών του είναι το πόσο καλύτερος μπορεί να γίνει» υπογράμμισε.

Οι πεποιθήσεις του συμβαδίζουν εξάλλου απόλυτα με την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του. Γεννημένος το 1971 στο Αιγάλεω, σπούδασε Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και έκανε διδακτορικό σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.

Δίδαξε σε διάφορα πανεπιστημιακά τμήματα και συνέγραψε άρθρα για την εκπαιδευτική πολιτική και για τη μειονότητα της Θράκης. Ενταγμένος στον χώρο του ΠΑΣΟΚ από τα φοιτητικά του χρόνια, η επαφή του με τα κοινά δεν άργησε. Σε ηλικία 25 ετών αναλαμβάνει θέση ειδικού συμβούλου του τότε υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου και θα παραμείνει σε αυτήν μέχρι το 1999.

Οι δρόμοι τους με τον Θεόδωρο Πάγκαλο θα ξανασυναντηθούν το 2009. Τότε ο Πάγκαλος αναλαμβάνει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ο Γιώργος Καλαντζής τοποθετείται διευθυντής του γραφείου του. Από τα βασικά μέλη της κίνησης Νέοι Μεταρρυθμιστές, κάποιοι τον έχουν κατηγορήσει πως είναι παιδί της «σχολής Πάγκαλου» και της άποψης όλοι «μαζί τα φάγαμε».

Εκείνος πάντως έχει εκφράσει μια άποψη που δείχνει να αποτυπώνει πλήρως την ελληνική πραγματικότητα. «Από το 1821 προσπαθούμε μονίμως να γίνουμε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Πάντα ξεκινάμε και πάντα το αφήνουμε στη μέση. Δυστυχώς είμαστε ένας πολιτισμός του μισοτελειωμένου, ένας πολιτισμός που λατρεύει το μερεμέτι».