Η Βρετανία είχε κατά τη γνώμη μου την καλύτερη δυνατή συμφωνία με την ΕΕ, όντας μέλος της κοινής αγοράς χωρίς να συμμετέχει στην ευρωζώνη και έχοντας εξασφαλίσει αρκετές ακόμη ρήτρες εξαίρεσης από τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Κι εντούτοις αυτό δεν ήταν αρκετό ώστε το εκλογικό σώμα του Ηνωμένου Βασιλείου να μην ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης. Γιατί;

Την απάντηση μπορούσε να τη δει κανείς στις δημοσκοπήσεις τους μήνες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος. Οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή μεταναστευτική κρίση και το Brexit τρέφονταν η μία από την άλλη. Η εκστρατεία υπέρ του Leave εκμεταλλεύτηκε την επιδεινούμενη προσφυγική κατάσταση –όπως συμβολιζόταν στις τρομακτικές εικόνες χιλιάδων αιτούντων άσυλο που συνωθούνταν στο Καλαί αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπο να μπουν στη Βρετανία –ώστε να υποδαυλίσει τον φόβο της «ανεξέλεγκτης» μετανάστευσης από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη – μέλη. Οι ευρωπαϊκές Αρχές από την πλευρά τους καθυστέρησαν να λάβουν σημαντικές αποφάσεις για την προσφυγική πολιτική, προκειμένου να αποφύγουν μια αρνητική επίπτωση στο βρετανικό δημοψήφισμα, διαιωνίζοντας έτσι σκηνές χάους όπως αυτή στο Καλαί.

Τώρα το καταστροφικό σενάριο που πολλοί φοβούνταν έγινε πραγματικότητα, καθιστώντας τη διάλυση της ΕΕ πρακτικά μη αναστρέψιμη. Η Βρετανία μπορεί στο τέλος να είναι ή να μην είναι σε σχετικά καλύτερη κατάσταση από άλλες χώρες εγκαταλείποντας την ΕΕ, όμως η οικονομία και ο λαός της θα υποφέρουν σημαντικά, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Η στερλίνα έκανε βουτιά στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τουλάχιστον τριάντα ετών αμέσως μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος και οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένεται να παραμείνουν σε αναταραχή όσο το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες θα διαπραγματεύονται τη μακρά και περίπλοκη διαδικασία πολιτικού και οικονομικού διαζυγίου τους. Οι συνέπειες για την πραγματική οικονομία θα είναι συγκρίσιμες μόνο με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008.

Η διαδικασία αυτή ενέχει αναμφισβήτητα περαιτέρω αβεβαιότητα και πολιτικό κίνδυνο, διότι αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η επιβίωση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Το Brexit θα ανοίξει διάπλατα τις πύλες σε άλλες αντιευρωπαϊκές δυνάμεις εντός της Ενωσης. Επιπλέον, το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο ενδέχεται να μην επιβιώσει ενωμένο.

Η απάντηση της ΕΕ στο Brexit μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί ακόμη μια παγίδα. Θέλοντας να αποθαρρύνουν άλλα κράτη – μέλη από το να ακολουθήσουν τον δρόμο της Βρετανίας, οι ευρωπαίοι ηγέτες ίσως να μην έχουν διάθεση να προσφέρουν στη Βρετανία όρους –ιδιαίτερα αναφορικά με την πρόσβασή της στην ευρωπαϊκή κοινή αγορά –που θα απάλυναν τον πόνο της αποχώρησης. Με την ΕΕ να αντιπροσωπεύει το ήμισυ των βρετανικών εμπορικών συναλλαγών, οι επιπτώσεις στους εξαγωγείς μπορεί να είναι συντριπτικές (σε πείσμα μιας πιο ανταγωνιστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας). Και με τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς να μετεγκαθιστούν τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους σε άλλους κόμβους της ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, το Σίτι (και η στεγαστική αγορά του Λονδίνου) δεν θα γλιτώσει τον πόνο.

Ομως οι επιπτώσεις για την Ευρώπη θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερες. Οι εντάσεις ανάμεσα στα κράτη – μέλη έχουν φτάσει σε κρίσιμο σημείο, όχι μόνο αναφορικά με τους πρόσφυγες, αλλά και ως αποτέλεσμα των τριβών ανάμεσα σε πιστωτές και χρεώστες. Ταυτόχρονα, αποδυναμωμένοι ηγέτες στη Γαλλία και τη Γερμανία είναι σήμερα απόλυτα εστιασμένοι στα εσωτερικά προβλήματα. Στην Ιταλία, η πτώση 10% που κατέγραψε το χρηματιστήριο μετά την ψήφο υπέρ του Brexit δείχνει καθαρά πόσο ευάλωτη είναι η χώρα απέναντι σε μια ολομέτωπη τραπεζική κρίση –που θα μπορούσε να προκαλέσει το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων, το οποίο μόλις κέρδισε τη δημαρχία της Ρώμης.

Και ο χρόνος δεν είναι με το μέρος της ΕΕ, καθώς εξωτερικές πιέσεις από την Τουρκία και τη Ρωσία –αμφότερες εκμεταλλεύονται την παραφωνία προς όφελός τους –επιδεινώνουν τις εσωτερικές πολιτικές έριδες στην ΕΕ.

Εδώ βισκόμαστε σήμερα. Ολη η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, θα υπέφερε από την απώλεια της κοινής αγοράς και των κοινών ευρωπαϊκών αξιών. Ομως η ΕΕ έχει πραγματικά καταρρεύσει, έχει πάψει να ικανοποιεί τις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών της. Οδεύει προς μια άτακτη διάλυση που θα αφήσει την Ευρώπη σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι θα ήταν αν δεν είχε υπάρξει ποτέ η ΕΕ.

Δεν πρέπει όμως να εγκαταλείψουμε τη μάχη. Ομολογουμένως, η ΕΕ είναι ένα ατελές οικοδόμημα. Μετά το Brexit, όλοι εμείς που πιστεύουμε στις αρχές και τις αξίες που σχεδιάστηκε να υπερασπίζεται η ΕΕ πρέπει να ενωθούμε ώστε να τη σώσουμε αναδομώντας την εκ βάθρων. Είμαι πεπεισμένος πως, καθώς θα ξεδιπλώνονται οι συνέπειες του Brexit τις επόμενες εβδομάδες, τους επόμενους μήνες, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι θα ενωθούν μαζί μας.

Ο Τζορτζ Σόρος, πρόεδρος των ιδρυμάτων Soros Fund Management και Open Society, είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το στοίχημα για την Ευρώπη: Διάλυση ή αναγέννηση;» (εκδ. Πατάκη)