Η νουβέλα της 34χρονης Μαριλένας Παπαϊωάννου «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους» (Εστία) έχει, κατά την αντίληψή μου, κυρίως σκηνοθετικές αρετές. Αν κάτι την ξεχωρίζει από άλλα κείμενα της μαρτυρολογικής παράδοσης στην ελληνική λογοτεχνία για τον Εμφύλιο είναι ότι ο χώρος του δράματος των έγκλειστων κομμουνιστών είναι ένα υπόγειο κελί που η καλοκαιρινή ζέστη έχει μετατρέψει σε φούρνο και ότι γύρω τους πλανιέται διαρκώς η φοβερή φήμη ότι πρόκειται να έρθει στη φυλακή ένας διαβόητος αρχιβασανιστής, πολύ χειρότερος από εκείνους που τους «περιποιούνται» ήδη. Αυτά τα δύο δημιουργούν ένα κλίμα εφιαλτικότερο από κάθε νατουραλιστική περιγραφή σωματικών βασανιστηρίων και κάνουν τη νουβέλα να διαβάζεται σαν ψυχολογικό αφήγημα τρόμου. Λίγο πριν από το τέλος βέβαια η συγγραφέας αφήνεται στην οιστρογονική γλυκερότητα της φαντασίας νεάνιδος, ανάγοντας την ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα ενός από τους κρατουμένους σε ρομαντικό παραμύθι.

Πέρα από όλα αυτά, πάντως, η νουβέλα προσθέτει άλλον έναν κρίκο στην ήδη αρκετά μακριά αλυσίδα δειγμάτων μιας τάσης που επισήμανα πριν από λίγο καιρό: να επισκέπτονται νέοι συγγραφείς μας το ιστορικό παρελθόν με το βλέμμα προηγούμενων γενεών, συχνά αναπαράγοντας ή (όπως εδώ) διασκευάζοντας μαρτυρίες ανιόντων συγγενών τους. Σε αυτό υποβόσκει η νοσταλγία για έναν κόσμο «αυθεντικότητας» και συνοχής, παρά τις σκοτεινές πλευρές του, νοσταλγία που είναι λογικό να επιτείνεται από τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Σε προοπτική ωστόσο, τέτοια εγχειρήματα είναι μάλλον θνησιγενή. Μόνο όταν οι νέοι συγγραφείς μας βρουν δικό τους τρόπο προσέγγισης και σηματοδότησης των ιστορικών εμπειριών θα μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι πραγματικά καινούργιο στη λογοτεχνία μας.

Το φθινόπωρο του 1944, καθώς οι Σύμμαχοι προέλαυναν στη Γαλλία, οι Γερμανοί φυγάδευσαν τη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισί στην κωμόπολη Ζιγκμαρίνγκεν της Νότιας Γερμανίας και την εγκατέστησαν στον πύργο του τοπικού πρίγκιπα, που με ιλαροτραγική επισημότητα κηρύχθηκε γαλλικό (δήθεν) έδαφος. Από αυτό το επεισόδιο στο περιθώριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι εμπνευσμένο το μυθιστόρημα του Πιερ Ασουλίν «Ενας πύργος στη Γερμανία –Ζιγκμαρίνγκεν» (Πόλις). Ως αφηγητής εμφανίζεται ο γερμανός αρχιοικονόμος του πύργου, αφοσιωμένος στον πρίγκιπα, τυπικότατος στα καθήκοντά του, πολιτικά αχρωμάτιστος, αλλά με φιλογαλλικά αισθήματα και κρυφή απέχθεια για τους Ναζί. Αξονας της (χαλαρής κατά τα άλλα) πλοκής είναι η εξέλιξη της σχέσης του με τη γαλλίδα γραμματέα του στρατάρχη Πετέν, προέδρου της κυβέρνησης του Βισί. Αυτό θυμίζει την ταινία του Τζέιμς Αϊβορι «Τ’ απομεινάρια μιας μέρας», στην οποία ο συγγραφέας αναγνωρίζει άλλωστε την οφειλή του.

Το μυθιστόρημα διαβάζεται με ενδιαφέρον, παρά τη γνωστή γαλλική τάση προς τη ρητορική επιτήδευση, και επιφυλάσσει εκπλήξεις για τον πραγματικό ρόλο μερικών από τα χαρακτηριστικότερα πρόσωπά του. Αποκαλύπτει την κενοδοξία, τις φαντασιοκοπίες, τις μικρότητες, τους κούφιους ανταγωνιστικούς εγωισμούς της δωσιλογικής ελίτ στην απομόνωση του πύργου, θυμίζοντας ως προς αυτό μια άλλη ταινία, την κλασική του Ζαν Ρενουάρ «Ο κανόνας του παιχνιδιού», την επιρροή της οποίας επίσης ομολογεί ο Ασουλίν. Ισως πιο ενδιαφέρον είναι όμως το εσωτερικό δράμα του αφηγητή, που, αν και αντιναζιστής, αισθάνεται ενοχές για την αδυναμία του ίδιου και άλλων συμπατριωτών του να αντιτάξουν στη χιτλερική βαρβαρότητα κάτι περισσότερο από την απόσυρσή τους στην εσωτερική εξορία. Ο Ασουλίν βέβαια δεν κάνει καμιά νύξη για γαλλικές ενοχές (ακόμη και στο βιβλίο του βλέπεις ότι οι Γάλλοι που συνεργάστηκαν πρόθυμα με τους γερμανούς κατακτητές τους ήταν απείρως περισσότεροι από τα ανδρείκελα του Βισί) και κλείνει το βιβλίο βάζοντας τον αρχιοικονόμο να τραγουδάει σε έναν γαλλικό γάμο ένα γαλλικό πατριωτικό τραγούδι…

Η μετάφραση, μολονότι από δόκιμη μεταφράστρια, βρίθει σολοικισμών, όπως «επ’ ουδενί λόγο», «είχε απηυδήσει», «διερμηνέας παρά των δυνάμεων κατοχής», κάνει το ζαρκάδι και τη δορκάδα διαφορετικά ζώα και γενικά δίνει την εντύπωση μιας αφροντισιάς παράξενης για εκδοτικό οίκο όπως η Πόλις.