To λένε «αρνητικό σενάριο» ή σκέτα «σενάριο», αλλά η έκφραση είναι ένας ευφημισμός, ένα placebo για να κάνει λιγότερο σοκαριστικό κάτι που είναι μια άτυπα συνομολογημένη και δρομολογημένη πορεία, αυτή όπου έχουμε μπει. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η υπερδεξιά τσόντα του θα λένε ναι σε όλα όσα δεν τόλμησαν να αποδεχτούν οι «γραικύλοι» και «δωσίλογοι» προκάτοχοί τους και ως αντάλλαγμα θα παίρνουν δάνεια από τους «τοκογλύφους» και το ευρωπαϊκό «νεοφιλελεύθερο ιερατείο» για να εδραιώσουν το δικό τους πελατειακό καθεστώς. Θα αναστυλώσουν το μοντέλο της παρασιτικής οικονομίας, θα το υπηρετήσουν και θα υπηρετηθούν από αυτό και θα το παραδώσουν εν καιρώ στη διάδοχη παλαιοκομματική φρουρά. Οι Ευρωπαίοι, απαυδισμένοι από το ανεπίδεκτο διόρθωσης (μπιελά το λέγαμε στον στρατό) πολιτικό κατεστημένο μας και αντιμετωπίζοντας άλλες σκοτούρες, αποφάσισαν να συναλλάσσονται μαζί του όπως με φυλάρχους μιας καθυστερημένης αποικίας που θα προτιμούσαν να ξεφορτωθούν. Η Ελλάδα δεν θα ορθοποδήσει ούτε θα καταρρεύσει. Θα παραπαίει μέσα ή έξω από το ευρώ σαν σακάτης ζητιάνος που δεν θέλει να γιατρευτεί, γιατί θα έπρεπε τότε να βρει μια άλλη, πιο επίπονη δουλειά.

Ωραία, το καταλάβαμε. Αυτό είναι το μέλλον που μας επιφυλάσσουν. Πώς αντιδρούν όμως εκείνοι που θέλουν να το αποτρέψουν; Η πρότασή τους συνοψίζεται σε μία λέξη: μεταρρυθμίσεις. Είναι το μάντρα των εκσυγχρονιστών κεντροδεξιού και κεντροαριστερού προσανατολισμού. Το επαναλαμβάνουν πιο συχνά και μονότονα από ό,τι ο παπάς το «Κύριε ελέησον» στην εκκλησία. Οι μεταρρυθμίσεις τους έχουν υποκαταστήσει την πολιτική σκέψη. Δεν είναι οι τεχνικές λεπτομέρειες ενός πολιτικού προγράμματος εμπνευσμένου από μια συνολική αναγεννητική αντίληψη για την ελληνική κοινωνία. Είναι μια τεχνοκρατική συνταγή χωρίς καμία πρόβλεψη για τις προϋποθέσεις αποδοχής και εφαρμογής της, κάτι δηλαδή όχι πολύ διαφορετικό από τις συνταγές του ΔΝΤ. Οι μεταρρυθμίσεις διαφημίζονται ως πανάκεια για το ελληνικό πρόβλημα, γιατί οι θιασώτες τους επιμένουν να αγνοούν ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει πολλές διαστάσεις, δεν είναι απλώς πρόβλημα οργάνωσης του κράτους και λειτουργίας της οικονομίας.

Μεταρρυθμίσεις εισηγούνται οι πολιτικές ηγεσίες σε χώρες όπου κράτος, πολιτικό σύστημα και κοινωνία συνομιλούν και συνεργάζονται σε σχετικά ικανοποιητικό βαθμό. Οσο σημαντικές και αν είναι, έχουν χαρακτήρα διορθωτικό, όχι θεμελιωτικό. Μεταρρυθμίσεις έκαναν η Γερμανία, οι σκανδιναβικές χώρες, ακόμη και μνημονιακές χώρες όπως η Ιρλανδία ή η Κύπρος. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις σημαία σου τις μεταρρυθμίσεις σε μια χώρα όπου το κράτος είναι παρωδία (μοχθηρή παρωδία) κράτους, το πολιτικό κατεστημένο εντελώς ανυπόληπτο και ο λαός όχι μόνο εξουθενωμένος οικονομικά αλλά και ταπεινωμένος, μπερδεμένος και παραιτημένος. Χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση, όπου οι μεταρρυθμίσεις να συνοδεύουν την πολιτική πρόταση, όχι να είναι η ίδια η πολιτική πρόταση.

Μερικοί που έχουν διαγνώσει την πολιτική στειρότητα της εμμονής στις μεταρρυθμίσεις τις αντικαθιστούν με το αίτημα για «σχέδιο». Σχέδιο για την έξοδο από την κρίση, σχέδιο για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Ακούγεται ελκυστικότερο, ιδίως μετά τον κόρο από τη μεταρρυθμιστική ρητορεία. Δεν μαθαίνουμε όμως τι θα περιλαμβάνει ένα τέτοιο σχέδιο. Υποπτευόμαστε ότι θα εξαντλείται και αυτό σε μια λίστα μεταρρυθμίσεων. Είτε γυμνές μεταρρυθμίσεις όμως είτε με περιτύλιγμα κάποιο «σχέδιο» πρόκειται για ασκήσεις επί χάρτου από μέλη μιας ελίτ που μπορεί να ικανοποιούν την ίδια ή παράλληλες ελίτ, αλλά για τους υπόλοιπους πολίτες έχουν κάτι το ανησυχητικά ψυχρό.

Να γιατί η Κεντροαριστερά (και η Κεντροδεξιά, όποτε γίνεται αυτόνομο σχήμα) έχει σήμερα τόσο μικρή εκλογική απήχηση. Μιλάει τη γλώσσα ευνοημένων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, που κάνουν προτάσεις θεωρητικά σωστές, αλλά χωρίς κόστος για τα ίδια και χωρίς ψυχοκινητική δύναμη, γιατί αντανακλούν μια κλειστή και αυτάρκη ταξική συνείδηση. Καλεί τον λαό να συστρατευτεί μαζί της σε έναν αγώνα που οι καρποί του θα του δώσουν αυτοεκτίμηση, ξεχνώντας ότι κανένας λαός δεν σε ακολουθεί σε τέτοιους αγώνες αν δεν του έχεις ήδη εμπνεύσει κάποια αυτοεκτίμηση.