Τους αρέσει η εξουσία. Πέραν αυτού, δεν ενδιαφέρονται να κυβερνήσουν. Ή, μάλλον, για τα υπόλοιπα υπάρχει το Μνημόνιο. Και επειδή η εφαρμογή του Μνημονίου δεν εξασφαλίζει επανεκλογή, οι κυβερνώντες κάνουν μέρα – νύχτα πολιτική. Με έμφαση στο διαίρει και βασίλευε.

Είναι η λογική της μισής αναλογικής –αφού κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγραφεί το μπόνους των 28 εδρών που φαίνεται να αποτελεί σημείο αφετηρίας της κυβερνητικής πρότασης. Εδώ ο στόχος είναι η διάσπαση της αντιπολίτευσης. Η ΝΔ είναι, φύσει και θέσει, αντίθετη. Ολοι οι άλλοι όμως θα μπορούσαν, πιστεύουν στο Μέγαρο Μαξίμου, να μπουν στο τσουβάλι της αναλογικοποίησης του εκλογικού νόμου. Είναι η δεύτερη καλύτερη λύση μετά το τσουβάλι της συναίνεσης, όπου όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να ξαναβάλει την αντιπολίτευση εξού και ψήφισε μόνος με τους ΑΝΕΛ τα 5,4 δισ. μέτρων στη Βουλή.

Ποτέ κυβέρνηση δεν είχε ενδιαφερθεί τόσο νωρίς –πριν καν κλείσει χρόνο –για αλλαγή εκλογικού νόμου. Και μάλιστα ενώ δεν ενδιαφέρεται –για ευνόητους λόγους –να πάει σε κάλπες πριν από το 2019. Ανοίγοντας επιπλέον και θέμα συνταγματικής αναθεώρησης, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να διευρύνει τη διαπραγματευτική ύλη. Οσο περισσότερα θέματα βάζεις στο τραπέζι για να τα παζαρέψεις τόσο περισσότερες ευκαιρίες έχεις για να επιτύχεις συμβιβασμούς με τους μεν ή τους δε. Παραλλήλως, οι κυβερνώντες θα ήθελαν να κάνουν και πολιτική –ας πούμε κανένα δημοψηφισματάκι για να θολώσουν τα νερά. Αλλά επειδή η συνταγματική αναθεώρηση είναι αυστηρή διαδικασία τούς το ξέκοψε, καθώς φαίνεται, η Προεδρία.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να πει δυο λόγια παραπάνω για τον Προκόπη Παυλόπουλο. Σε θεσμικά αλλά και σε στρατηγικά ζητήματα δεν έχει αποδειχθεί αμέτοχος –δηλαδή πολιτικά συνένοχος όπως θέλουν πολλοί να πιστεύουν. Εκεί που διακυβεύτηκε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, φαίνεται ότι ο Πρόεδρος τράβηξε γραμμή. Οπως συμβαίνει και με αυτοσχεδιασμούς –από τα νομισματικά έως τα συνταγματικά –που έχουν σοβαρές νομικές συνέπειες. Οχι, βέβαια, ότι οι κυβερνώντες δεν έχουν αρκετά περιθώρια έστω και σε ένα πλαίσιο που δεν τους επιτρέπει να υπερβαίνουν τα νομικώς εσκαμμένα.

Από εκεί και πέρα, το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει από την πολιτική ομοιοπαθητική που του επιφυλάσσουν ορισμένοι. Παράδειγμα η κινητοποίηση για επιστροφή στην πλατεία (Συντάγματος) που ετοιμάζουν διάφοροι για την Τετάρτη. Θα είναι κάτι σαν το 2011; Ή κάτι περισσότερο σαν τις εκδηλώσεις υπέρ του Ναι στο δημοψήφισμα του 2015; Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακούγεται/ανιχνεύεται στην κοινωνία είναι εύκολα διαπιστώσιμο. Τα όρια όμως της αστικής αντίδρασης στη διακυβέρνησή του –όπως φάνηκε και με το κίνημα της γραβάτας –είναι και αυτά διαπιστώσιμα. Ελλείψει εκλογών, το πολιτικό παιχνίδι δεν παίζεται στο πεζοδρόμιο, αλλά φαίνεται να έχει επαναπατρισθεί σε κλασικά πεδία όπως η Βουλή ή οι συναντήσεις κεκλεισμένων των θυρών σε αρχηγικά γραφεία. Εξού και τα σχέδια για αλλαγή εκλογικού νόμου ή αναθεώρηση του Συντάγματος. Αλλά και οι προσπάθειες παρέμβασης στο τοπίο των ΜΜΕ, πόσω μάλλον οι διαρκείς –και με δημόσιες τοποθετήσεις –απόπειρες για καπέλωμα της Δικαιοσύνης.

Είναι το πεδίο της πολιτικής ασφαλές για τα παίγνια του ΣΥΡΙΖΑ; Με το κόμμα σε καταστολή και τη Βουλή υπό έλεγχο, θα έτεινε κανείς να απαντήσει θετικά, αν δεν υπήρχαν οι ιδιωτικοποιήσεις. Είναι δρομολογημένες ως μνημονιακές υποχρεώσεις. Αλλά οι συγκρούσεις είναι επαναλαμβανόμενες, γίνονται μεγαλοφώνως και με τρόπο που να δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά για τη συνοχή των ανθρώπων του Πρωθυπουργού. Αλλά και για τη δυνατότητά του να χειριστεί πρόσωπα, πράγματα και δεσμεύσεις.