Ελάχιστα προσεκτικός, θα παρατηρούσε κανείς στους δρόμους μιας πόλης –ας πούμε μιας πρωτεύουσας όπως η Αθήνα –ένα δράμα που ανεβαίνει ταυτόχρονα και σε πολλές άλλες πόλεις, κυρίως μεγαλουπόλεις. Σε τι συνίσταται το δράμα αυτό; Στην ανάγλυφη έκφραση μιας καχυποψίας –μιας αδιαφορίας εν τέλει –που συμβαίνει να επωάζει μέσα του άγρυπνα και ακούραστα, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, ο κάθε πεζός σε σχέση με όσους τύχει να διασταυρωθεί μαζί τους.

Εννοούμε δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την πρόθεση ενός ανθρώπου να έρθει σε κάποια επαφή μαζί μας, ενώ εμείς εκ προοιμίου έχουμε αποφασίσει να τον αποτρέψουμε να το επιχειρήσει. Θεωρώντας ότι οποιοσδήποτε μας πλησιάζει το κάνει για να μας ζητήσει βοήθεια, αποκλείουμε πριν ακόμα μας απευθυνθεί τον άνθρωπο που απλώς χρειάζεται να μάθει κατά πού πέφτει ένας δρόμος ή μια δημόσια υπηρεσία.

Αν δεν ήταν τόσο δρομολογημένο μέσα μας, και με τόση μάλιστα εθελοτυφλία, το τι πρόκειται τελικά να αποκομίσουμε από την περιδιάβασή μας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, θα παρατηρούσαμε την πανομοιότυπα αποτρεπτική κίνηση του χεριού που έχουν υιοθετήσει όσοι συμβαίνει να τους πλησιάζει κάποιος, πριν ακόμη αντιληφθούν τους λόγους του πλησιάσματος. Με μια ελαφριά αναγωγή –καθόλου φιλοσοφική ή ποιητική –θα έλεγε κανείς πως η κίνηση του αυστηρά υψούμενου χεριού μοιάζει να συμβολίζει την ανικανότητα του ανθρώπου να εμπιστευθεί το τυχαίο, αφού δεν αποκλείεται ο σκοπός του πλησιάσματος να ήταν ένα απίστευτα γενναιόδωρο δώρο. Ή μια γνωριμία που θα ισοδυναμούσε με ένα επίσης ανέλπιστο δώρο.

Το θέμα μας όμως είναι τελείως διαφορετικό και αφορά στην εσωτερική οργάνωση ενός ανθρώπου από τη στιγμή που κλείνει την πόρτα του σπιτιού του ώσπου να φθάσει στη δουλειά του ή τέλος πάντων οπουδήποτε έχει να πάει. Εναν άνθρωπο δηλαδή που έχει φροντίσει να πετρώσει μέσα του ώστε μόνον ασυγκίνητος θα κατορθώσει να διέλθει τους δρόμους της πόλης, που τους αντιλαμβάνεται περίπου ως συμπληγάδες και ότι οποιαδήποτε έκφραση ενός στοιχειώδους ενδιαφέροντος δεν αποκλείεται να τον έθιγε σχεδόν καταστροφικά. Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το πρόβλημα που αποτρέπει, με την κίνηση του χεριού του, να του γίνει γνωστό δεν αποτελεί καν παρωνυχίδα σε σχέση με προβλήματα που σε άλλες στιγμές τον κάνουν να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για τη μη επίλυσή τους, όπως λόγου χάριν το Προσφυγικό ή οι πνιγόμενοι στη Μεσόγειο μετανάστες. Χωρίς επίσης να αντιλαμβάνεται πως η ευαισθησία δεν είναι κάτι που λειτουργεί κατά παραγγελία και πως όσο πιο γενναιόδωρα ανέξοδη είναι η έκφρασή της τόσο πιο άλυτα παραμένουν τα λογής προβλήματα.

Η περιχαράκωση ενός ανθρώπου όπως εξίσου καλά τη χαλυβδώνει η σύγκριση των τιμών στα σουπερμάρκετ και η υιοθέτηση της πρωτοπορίας στην τέχνη προκειμένου να αισθάνεται κανείς «in» δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας τόσο στεγανοποιημένης έκφρασης που ωχριά μπροστά της ακόμη και ο πιο εξαστικοποιημένος ανώδυνος λόγος.