Το πρώτο: Επισκέψεις όπως αυτή του ρώσου προέδρου στην Ελλάδα, με όποιο μέτρο και αν αποτιμηθούν, έχουν το δικό τους ειδικό βάρος. Ιδιαίτερα υπό τη σκιά όχι μόνο της δεινής χρεοκοπικής μας κατολισθήσεως αλλά και των κατά συρροή γεωστρατηγικών εξελίξεων που σημειώνονται στην περιοχή. Και όχι μόνο, αλλά και αυτών που εγκυμονούνται ως αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό ακόμη άδηλα, καθώς οι βίαιες γεωπολιτικές ανατροπές ενεργοποιούν ακόμη πιο επικίνδυνα παρεπόμενα.

Το δεύτερο: Η Ελλάδα, ό,τι και να συμβαίνει –ακόμη και υπό αριστερή διακυβέρνηση -, αποτελεί αφενός κρίσιμο (και κυρίως αναπόσπαστο) στοιχείο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Και αφετέρου είναι ενσωματωμένη στο ευρωπαϊκό σύστημα και ζωτικό μέρος των έως και άτεγκτων διαδικασιών του. Επομένως και των πολιτικών του, όσον αφορά την άμυνα και την ασφάλεια. Χωρίς φυσικά ν’ αναιρούνται κάποιες αυτονόητες δυνατότητες που απορρέουν από τη (δυστυχώς κολοβωμένη) εθνική κυριαρχία.

Εχει σημασία να υπογραμμισθεί το αυτονόητο, γιατί ακριβώς υπεισέρχεται κι ένα τρίτο. Κι αυτό αφορά περισσότερο κάποιες συναισθηματικές περιοχές του «εθνικού συνειδότος». Περισσότερο όμως του ιστορικού υποσυνείδητου. Και όχι αδικαιολογήτως. Κι αυτό εν πολλοίς οφείλεται: Αφενός στη συχνά έως και αδυσώπητη συμμαχική αντιμετώπιση ευαίσθητων για τους Ελληνες ζητημάτων. Που στην καλύτερη περίπτωση εκδηλώνεται ως αποστασιοποιημένη ουδετερότητα. Και αφετέρου σε υφέρπουσες αντιλήψεις (και αυτοαναπαραγόμενες ελπίδες) για ευκταία ρωσική συνδρομή. Που θεωρείται ότι απορρέει από το «ομόδοξον». Αλλά και από το γεγονός ότι στις γενέθλιες ρίζες τής εθνεγερσίας και συστάσεως του νεοελληνικού κράτους υπήρχαν ισχυροί δεσμοί. Χωρίς ποτέ ιστορικά να σημειωθούν συγκρουσιακές μεταξύ μας αντιθέσεις.

Πλην όμως: η άσκηση πολιτικής και ο προσδιορισμός στρατηγικών επιλογών –ειδικότερα από μεγάλες δυνάμεις –δεν υπακούουν σε τέτοιες συναισθηματικές παρωθήσεις. Λειτουργούν με δυναμικές αδυσώπητων μέτρων. Επομένως, εκείνο που μπορεί ν’ αναμένουν «οι μικροί το δέμας» είναι όσα η συναρμογή στρατηγικών συμφερόντων σε δεδομένη στιγμή μπορεί να τους ευνοήσουν. Και αυτό που πρέπει να πράττουν για να επωφεληθούν είναι ν’ αποτιμήσουν ρεαλιστικά τα ισοζύγια, τις συγκυρίες και τις διαθέσεις που διαμορφώνονται ως περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον. Και αναλόγως να κινούνται ώστε: Είτε να επωφεληθούν από τις αντιθέσεις. Είτε να μη συνθλιβούν από άκαιρες αποφάσεις και παρορμητικές επιλογές. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρίσιμη συγκυρία (και τομή των εξελίξεων) προσδιορίζεται με όρους Ψυχρού Πολέμου. Χωρίς κανένας να μπορεί να προεικάσει τι ακριβώς «μέλλει γενέσθαι».

Ως προς εμάς δε, ακόμη περισσότερο. Καθώς αυτές οι αντιθέσεις εξελίσσονται σε όμορες γεωγραφικές παραμέτρους. Οπόταν και κάθε μας κίνηση, πρέπει να προσαρμόζεται αναλόγως. Οχι μόνο στο τι συμβαίνει και τι συμφέρει, αλλά και στο τι μπορεί να προκύψει την επιούσαν. Κάθε λέξη (και κάθε κίνηση) πρέπει να έχει το μέτρο της. Εν ψυχρώ…