Ηταν το 1975. Πιτσιρίκα εγώ αλλά πρόωρα, μην πω βίαια, «ενηλικιωμένη» περί τα πολιτικά –όπως τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε τότε την πολιτική ενηλικίωση -, αφού η Μεταπολίτευση ήταν μόλις ενός έτους. Η Λαμπέτη έπαιζε στο θέατρο Διάνα (σημερινό Χορν) τον μονόλογο του Ρομπέρτο Ατάιντε «Δεσποινίς Μαργαρίτα» σε σκηνοθεσία Κακογιάννη και μετάφραση Ταχτσή (το ξαναείδα φέτος με την Εφη Μουρίκη). Συνεπαρμένη από τον ποιητικά πολιτικό λόγο του έργου, πήγαινα τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα, κάνοντας κοπάνα από αγγλικά και μπαλέτα και εξοικονομώντας με διάφορα κόλπα τα χρήματα του εισιτηρίου (μέχρι που η ταμίας με έβαζε πια τζάμπα). Από την παράσταση θυμάμαι σήμερα, πιο έντονα, μια φράση που έλεγε η «δεσποινίς Μαργαρίτα» αναφερόμενη, ειρωνικά, στην ίση μεταχείριση των πολιτών: «Ο Α βγάζει χίλια δολάρια, ο Β εκατό. Ερχεται το κράτος, βάζει και στους δύο τριάντα δολάρια φόρο και έτσι τους εξισώνει».

Τα χρόνια πέρασαν. Η βίαιη πολιτική ενηλικίωση καταστάλαξε σε ό,τι είμαι σήμερα –σε κάτι πιο σκεπτικιστικό. Αξίες και εκτιμήσεις αναπροσδιορίστηκαν. Εν τω μεταξύ, η ίση μεταχείριση των πολιτών, από δημοκρατικό διακύβευμα, μετατράπηκε σε ιδεοληπτική πρόφαση που επιστρατεύεται, κατά περίσταση, ως άλλοθι υφαρπαγής δεδουλευμένων. Και έτσι, καθώς κατασταλάζει εντός μου η λογική πάνω στην οποία βασίστηκε το νέο Ασφαλιστικό, ξαναθυμάμαι τα λόγια της «δεσποινίδας Μαργαρίτας». Παραλλαγμένα βέβαια, για να ταιριάζουν στα δεδομένα της σημερινής Αριστεράς: «Ο Α έχει πληρώσει εκατό ευρώ σε εισφορές. Ο Β έχει πληρώσει χίλια. Ερχεται το κράτος, δίνει και στους δύο πεντακόσια ευρώ σύνταξη και έτσι τους εξισώνει».