Την άνοιξη του 2009 οι χώρες της ευρωζώνης προειδοποίησαν για πρώτη φορά την Ελλάδα ότι ο δρόμος στον οποίο βαδίζει την οδηγεί εκ του ασφαλούς στην προσφυγή για δανεισμό στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και αυτό διότι ήταν έκτοτε σαφές πως με το φούντωμα της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη οι διεθνείς αγορές δεν θα ήταν πλέον διατεθειμένες να δανείζουν υπό λογικούς όρους χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία και καταχρεωμένη ήταν και ισχυρή οικονομική βάση δεν διέθετε.

Επτά χρόνια αργότερα, και με τους Ελληνες να έχουν απολέσει το ένα τέταρτο του πλούτου τους, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να μην έχει πρόσβαση στις αγορές. Τα δεκαετή κρατικά ομόλογα παραμένουν στα αζήτητα και η αβεβαιότητα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι διάχυτη.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο μόνο η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης εξακολουθεί να βρίσκεται σε ζοφερή κατάσταση είναι η απόλυτη αδυναμία του συνόλου της πολιτικής ηγεσίας της χώρας να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα τα προβλήματα που προκάλεσε ο αλόγιστος δανεισμός του κράτους, κυρίως από την ένταξη στο ευρώ και μετά. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας ήταν η συνεχής αναβολή της υιοθέτησης μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, που ούτως ή άλλως έπρεπε να ληφθούν. Κάθε αναβολή όμως επέφερε πρόσθετο κόστος και πρόσθετα μέτρα, το άχθος των οποίων σήκωσε και σηκώνει ο ελληνικός λαός, κυρίως δε τα ασθενέστερα οικονομικώς στρώματα.

Αυτό επί της ουσίας συμβαίνει και σήμερα. Η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως κατά το παρελθόν οι κυβερνήσεις Καραμανλή, Παπανδρέου και Σαμαρά, προτίμησε την οδό της αναβολής και της μετάθεσης των ευθυνών. Υπέγραψε με τις χώρες της ευρωζώνης μια συμφωνία που προβλέπει πως αν κριθεί αναγκαίο, στο μέλλον –και συγκεκριμένα περί το 2018 –θα υιοθετήσει πρόσθετα μέτρα. Τούτου δοθέντος, οι χώρες της ευρωζώνης επέλεξαν και αυτές την οδό της αναβολής. Δεσμεύτηκαν πως αν κριθεί αναγκαίο, περί το 2018 θα λάβουν και αυτές με τη σειρά τους μέτρα υπέρ της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.

Με άλλα λόγια, ακόμη μία φορά αναβλήθηκε η επιχείρηση επαναφοράς της Ελλάδας για κανονικό δανεισμό από τις αγορές. Κάτι που φυσικά συνεπάγεται πρόσθετα οικονομικά βάρη, τα οποία αναμφιβόλως θα κληθούν ακόμη μία φορά να σηκώσουν τα συνήθη υποζύγια, δηλαδή οι έλληνες πολίτες.