Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2008 ο Ερβέ Φαλτσιανί βρισκόταν σε συνάντηση στο γραφείο του στη Γενεύη, όταν μια ομάδα αστυνομικών έφθασε για να τον συλλάβει. Ο 36χρονος τότε Φαλτσιανί εργαζόταν στην HSBC, στη μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου εκείνη την εποχή. Ανήκε στο προσωπικό της ιδιωτικής ελβετικής τράπεζας, που εξυπηρετεί πελάτες οι οποίοι είναι αρκετά πλούσιοι ώστε να διαθέτουν την ελάχιστη κατάθεση του μισού εκατομμυρίου δολαρίων που απαιτείται ώστε να ανοίξει κάποιος λογαριασμό. Ο Φαλτσιανί εργαζόταν ήδη οκτώ χρόνια στην HSBC, αρχικά στο Μονακό και μετά στη Γενεύη. Ηταν τεχνικός κομπιούτερ που βοηθούσε τον έλεγχο των συστημάτων ασφαλείας για τα δεδομένα των πελατών. Μεγαλωμένος στο Μονακό ο Φαλτσιανί είχε εργαστεί κρουπιέρης στο καζίνο του Μόντε Κάρλο και είχε αναπτύξει το λεγόμενο poker face, κατόρθωνε να μη δείχνει τα συναισθήματά του ό,τι κι αν γινόταν. Καθώς η ελβετική αστυνομία τον συνόδευε εκτός του κτιρίου, επέμενε πως δεν είχε κάνει κάτι παράνομο.
Ανακρίθηκε σε ένα κοντινό αστυνομικό τμήμα. Τον ρώτησαν για κλοπή δεδομένων από την τράπεζα. Από το 1713, όταν το Μεγάλο Συμβούλιο της Γενεύης απαγόρευσε στις τράπεζες να αποκαλύπτουν τις προσωπικές πληροφορίες των πελατών τους, η Ελβετία απέκτησε διεθνή φήμη ως κάστρο χρηματοπιστωτικής μυστικότητας. Οι διεθνείς ελίτ βάζουν τις περιουσίες τους εκεί όπου δεν μπορούν να τις αγγίξουν οι φορολογικές Αρχές των χωρών τους. Για τους ελβετούς μάνατζερ του πλούτου που επιβλέπουν διεθνείς καταθέσεις ύψους δύο τρισ. δολαρίων, η μυστικότητα ισοδυναμεί με τον θρησκευτικό όρκο σιωπής. Στην Ελβετία, μια χώρα όπου οι λογαριασμοί δεν έχουν ονόματα αλλά αριθμούς και οι πελάτες ζητούν να μη λαμβάνουν ενημερώσεις ώστε να αποφύγουν πιθανό εντοπισμό, η παραβίαση της ασφάλειας της HSBC ήταν σοκαριστικό γεγονός, περιγράφει το περιοδικό «New Yorker».
Οι αστυνομικοί είπαν στον Φαλτσιανί ότι κάποιος ονόματι Ρούμπεν αλ Τσιντιάκ είχε κλέψει τα δεδομένα από την τράπεζα. Δεν γνώριζαν πώς έγινε αυτό ή πόσο μεγάλη ήταν η κλοπή, υποψιάζονταν όμως ότι πίσω από το ψευδώνυμο Τσιντιάκ βρισκόταν ο Φαλτσιανί. Εκείνος τους απάντησε πως δουλειά του ήταν να προστατεύει τα δεδομένα και ζήτησε να πάει σπίτι του γιατί θα ανησυχούσε η σύζυγός του Σιμόνα. Τον άφησαν ελεύθερο, αλλά του είπαν να επιστρέψει για ανάκριση το επόμενο πρωί.
Η απόδραση στη Γαλλία. Ο Φαλτσιανί περπάτησε γρήγορα προς το διαμέρισμά του. Μαζί με τη Σιμόνα ετοίμασαν μερικές τσάντες με προσωπικά αντικείμενα, έντυσαν καλά την τρίχρονη κόρη τους Κιμ και ετοιμάστηκαν να φύγουν από τη χώρα. Διότι, παρά τις διαμαρτυρίες του, ο Φαλτσιανί είχε κλέψει τα δεδομένα. Πριν φύγει φρόντισε να τα φορτώσει σε απομακρυσμένους servers. Οταν πέρασε τα σύνορα με τη Γαλλία, ξαναφόρτωσε τα δεδομένα στο κομπιούτερ του. Οι Ελβετοί είχαν ζητήσει τη βοήθεια των Γάλλων για να τον βρουν και στις 7 Ιανουαρίου 2009 γάλλοι αστυνομικοί μαζί με έναν ελβετό εισαγγελέα εισέβαλαν στο σπίτι των γονιών του, όπου είχε κρυφτεί.
Η γαλλική αστυνομία κατάσχεσε το MacBook Pro και το iPhone του Φαλτσιανί. Κάποια στιγμή όμως που δεν άκουγε ο ελβετός εισαγγελέας, ο καταζητούμενος είπε στους γάλλους πως στο κομπιούτερ του υπήρχαν πληροφορίες για φοροδιαφυγή που θα ενδιέφεραν ιδιαίτερα το γαλλικό κράτος: ονόματα, αριθμοί λογαριασμών, μεταφορές ποσών. Ο Φαλτσιανί είχε στην κατοχή 60.000 φακέλους που αφορούσαν δεκάδες χιλιάδες πελάτες της HSBC σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Οι Γάλλοι έδειξαν ενδιαφέρον. Δικηγόρος της HSBC περιέγραψε αργότερα το έγκλημα του Φαλτσιανί ως «τη μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας που έχει γίνει ποτέ».
Εκτοτε ο Φαλτσιανί ζει υπό αστυνομική προστασία στη Γαλλία και στην Ισπανία και φοβάται ότι η ζωή του κινδυνεύει λόγω της δημοσιοποίησης των πληροφοριών. Γιατί εκτός από τους λογαριασμούς ξεσκέπασε και τις ξεδιάντροπες πρακτικές της τράπεζας, στελέχη της οποίας βοηθούσαν τους πελάτες να κρύψουν τα χρήματά τους ιδρύοντας ψεύτικες εταιρείες στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους και στον Παναμά. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι τραπεζίτες έδιναν στους πελάτες «τούβλα» των 100.000 δολαρίων για να τα βάλουν παράνομα στη χώρα τους. Και όχι μόνο αυτό. Οι ελβετικές τράπεζες συχνά έστελναν στελέχη τους σε εκθέσεις τέχνης και γιοτ για να βρουν πλούσιους πελάτες και να τους δελεάσουν με τις παράνομες προσφορές τους.

Κρυφτούλι τρισεκατομμυρίων δολαρίων

Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών οι πλούσιοι του πλανήτη κρύβουν δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια από τις φορολογικές Αρχές των χωρών τους – ένα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου προσωπικού πλούτου. Ο οικονομολόγος Γκάμπριελ Ζάκμαν θεωρεί πως «η απάτη που συνεχίζεται μέσα από ξένους τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν δηλώνονται κάθε χρόνο κοστίζει ετησίως περίπου 200 δισ. δολάρια σε κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο». Οι λίστες του Φαλτσιανί έδωσαν τη δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.