Μέσα στην απρέπεια, την έπαρση, τη μισαλλοδοξία, τα άλματα λογικής και ρητορικής στον δημόσιο λόγο τους, τους πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ στη συντριπτική τους πλειονότητα κατά βάθος τούς λυπάμαι. Τους ελάχιστους που προσπαθούν, με γλωσσικά σλάλομ, να αναπτύξουν μια υποτυπώδη αυτοκριτική, υποθέτω ως καβάντζα για το πολιτικό τους μέλλον, επίσης τους λυπάμαι για την αγωνία τους να ισορροπήσουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και να μην κακοκαρδίσουν τους «πατερούληδες» του κόμματος. Βέβαια, και στις δύο περιπτώσεις, η λύπηση δεν έχει ουδεμία απόχρωση συμπόνιας. Οικτίρω απλώς την ψυχική παρακμή ατόμων που κάποια στιγμή της ζωής υποστήριξαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, μια ιδεολογία και τώρα αγωνιούν να ιδεολογικοποιήσουν την εντελώς αντίθετη πρακτική.

Παρακολουθώ τις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εμφανίσεις βουλευτών και στελεχών της κυβέρνησης σαν να βλέπω ιλαροτραγωδία. Και αναρωτιέμαι τι βλέπουν οι ίδιοι σε εκείνον τον καθρέφτη της συνείδησης που ο Νίκος Δήμου έχει πει ότι εμείς οι Ελληνες βλέπουμε συνήθως τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Κολοκοτρώνη ή έστω τον Ωνάση, ουδέποτε όμως τον Καραγκιόζη. Αυτό το «κοιτάξτε να δείτε» στην αρχή της πρότασης, για να κερδίσουν χρόνο, όταν πρόκειται να μιλήσουν για την αύξηση του ΕΝΦΙΑ, την αναξιοπρεπή επιστροφή του ΕΚΑΣ ή την αύξηση τιμής του πετρελαίου θέρμανσης (σημεία – κλειδιά του αντιπολιτευτικού τους λόγου), και το άνευ επιχειρημάτων «δεν είναι έτσι» για στοιχεία που αναφέρει ο συνομιλητής τους, ομολογώ ότι μου προκαλούν κλαυσίγελο. Νομίζω όμως ότι στους ίδιους προκαλούν ξηροστομία. Που, βέβαια, ουδόλως θα τους εμποδίσει να βροντοφωνάξουν το βράδυ της Κυριακής «Ναι σε όλα».