Με την αθωότητα προβάτου επί σφαγήν, μέρες που είναι, θέλω να εκφράσω μια απορία που με βασανίζει από καιρό, χωρίς να βρίσκει ικανοποιητική απάντηση στις πολιτικές, τις οικονομικές και τις άλλες αναλύσεις που διαβάζω. Μια απορία υπαρξιακής φύσεως, που μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως οι ρίζες της χάνονται στα ανεξιχνίαστα βάθη της μεταφυσικής: γιατί τα άλλα μνημονιακά πρόβατα γλίτωσαν τελικά το μαχαίρι, έστω και με τραύματα, ενώ εμείς, το ελληνικό μνημονιακό πρόβατο, σερνόμαστε έξι χρόνια τώρα προς το θυσιαστήριο, ματώνοντας ολοένα περισσότερο καθ’ οδόν;

Είναι οι πολιτικοί, stupid, διαβάζω και ακούω γύρω μου. Τα άλλα πρόβατα είχαν πιο συνετές ηγεσίες, που μπόρεσαν να συνεννοηθούν για να κάνουν τα αναγκαία βάζοντας στην άκρη για όσον καιρό χρειαζόταν τις ιδεολογικές διαφορές τους, τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και το κομματικό αλληλοφάγωμα. Ναι, αλλά γιατί εμείς, ο εξυπνότερος λαός του κόσμου κατά γενική (δική μας) ομολογία, δεν έχουμε εξίσου συνετές ηγεσίες; Στο κάτω κάτω εμείς εκλέγουμε αυτούς που μας κυβερνούν και δεν μπορεί το δείγμα τους να υστερεί τόσο πολύ σε εξυπνάδα συγκρινόμενο με τον εθνικό μέσο όρο. Εκτός αν η εξυπνάδα είναι αντίπαλος της σύνεσης, άποψη πολύ ενδιαφέρουσα ψυχολογικά και λογοτεχνικά, αλλά κάπως δύσκολα συμβιβάσιμη (περιττό να εξηγήσω γιατί) με το άλλο αξίωμα της εθνικής αυτοαντίληψής μας, εκείνο για το ελληνικό δαιμόνιο που μεγαλουργεί στο εξωτερικό κ.λπ.

Μια άλλη ερμηνεία παραπέμπει στον μακαρίτη τον Χάντινγκτον και τη θεωρία του για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Εμείς βρισκόμαστε στη δώθε πλευρά, την «ανεπίδεκτη», του πολιτισμικού συνόρου που χάραξε. Υπάρχουν βέβαια διανοούμενοί μας που αναγνωρίζουν ασμένως αυτό το σύνορο, αλλά αντιστρέφοντας την υπόρρητη, πλην σαφή αξιολόγηση του Χάντινγκτον. Σύμφωνα με τη δική τους αξιολόγηση, θα λέγαμε ότι τους άλλους, τους απέναντι, κάτι Ιρλανδούς δηλαδή και κάτι Πορτογάλους, ο δυτικός πολιτισμός τους τούς κάνει ενδοτικούς, πειθήνιους, εθελόδουλους σε οικονομίστικα και τεχνοκρατικά προστάγματα, σε απόλυτη αντίθεση με το δικό μας περήφανο αντιστασιακό πνεύμα. Μόνο που κάπου κολλάει αυτή η ερμηνεία και θα καταλάβατε αμέσως πού: τι γίνεται με τους ομοεθνείς, όχι όμως και συμπολίτες μας Κυπρίους; Πώς κατάφεραν αυτοί να βγουν από το δικό τους, οδυνηρότερο μάλιστα Μνημόνιο χωρίς να αλλάξουν θέση στην κατά Χάντινγκτον πολιτισμική γεωγραφία;

Μα τι στραβό έχουμε τέλος πάντων εμείς οι Ελλαδίτες και παραμένουμε, μόνοι εμείς, έρμαιο των διαθέσεων της κυρίας Λαγκάρντ, της κυρίας Βελκουλέσκου, του κυρίου Τόμσεν (την κυρία Μέρκελ δεν τη συναριθμώ εδώ, γιατί αυτό επιβάλλει η νέα εθνική γραμμή);

Φταίει ο ενδημικός λαϊκισμός της ελληνικής πολιτικής ζωής, λένε πολλοί, μέσα και έξω από την Ελλάδα. Χαϊδεύει τα αφτιά, θολώνει το μυαλό, αναφλέγει το συναίσθημα και τρώει τα σωθικά της χώρας. Πρέπει να πω ότι δεν μου αρέσει ο τρόπος που ο λαϊκισμός, έτσι αδιαφοροποίητα, ενοχοποιείται για τα πάντα και προπαντός δεν μου αρέσουν αυτοί που το κάνουν. Λαϊκισμός υπάρχει παντού στις μαζικές κοινωνίες. Και στην Κύπρο επίσης. Αλλά είναι και ο λαϊκισμός ζήτημα ποιότητας. Αλλο ο λαϊκισμός που βλέπει προς το μέλλον και άλλο αυτός που είναι στραμμένος προς το παρελθόν. Αλλο αυτός που εμπνέει προσπάθεια και άλλο αυτός που λιβανίζει. Αλλο ο λαϊκισμός τού «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» και άλλο ο λαϊκισμός τού «Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ μου». Ο Χριστός ήταν ένα είδος λαϊκιστή, με αυτά που έλεγε για τους πτωχούς τω πνεύματι και τους έσχατους που έσονται πρώτοι. Αλλά ζητούσε από τον λαό που τον ακολουθούσε θυσίες, του ζητούσε να αλλάξει προσανατολισμό, συνήθειες, στάση ζωής.

Ο Χριστός ήταν ο Χριστός. Στους πολιτικούς προφήτες του σύγχρονου, ανοιχτού κόσμου η ποιότητα του λαϊκισμού είναι και ζήτημα πολιτισμικών επιρροών, που διαπερνούν ακόμη και το σύνορο Χάντινγκτον. Αναρωτιέμαι, μιας και αναφερθήκαμε στην περίπτωση των αδελφών Κυπρίων, μήπως η αγγλική αποικιοκρατία δεν τους έκανε τελικά και τόσο κακό. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…