Ασύμβατος πολιτικός λόγος και ασυμβατότερες συμπεριφορές. Ιδιαίτερα σε σχέση με την καταθλιπτική κατάσταση της χώρας, που εφάπτεται οριακά σε προδιαγραφές εθνικής καταστροφής! Καθώς: Την έωλη ενδογενή παθογένεια (ως χρεοκοπική κρίση) συνεπικουρεί τώρα το εισαγόμενο (και ραγδαίως παροξυνόμενο) προσφυγο-μεταναστευτικό δράμα. Το μέγεθος και τη μετεξέλιξη του οποίου κανένας δεν μπορεί να προδιαγράψει. Ενώπιοι λοιπόν ενωπίοις. Και απεκδυόμενοι ρητορικών υπεκφυγών: Αυτά που συμβαίνουν και που βιώνονται τραυματικά σε κάθε πλέον επίπεδο του εθνικού γίγνεσθαι δεν αφήνουν πολλά (και κατ’ ακρίβεια καθόλου) περιθώρια είτε λάθους ως προς τις προβλεπτές υποτροπές είτε κι ελπίδων όσον αφορά διορθωτικές τουλάχιστον προοπτικές και υπερβάσεις. Να μην εμπαιζόμεθα βαυκαλιζόμενοι. Και προπαντός: Να μην περιμένουμε από μηχανής θεούς ν’ αναιρέσουν αυτά που οι δικές μας δυνατότητες δεν μπορούν. Και που (αντιθέτως) οι κραυγαλέες αδυναμίες μας συνεπικουρούν. Και δυνάμει ανατάσσουν.

Κι άλλωστε, η στυγνή αλήθεια (με αυτοκριτική γενναιότητα) είναι ότι: Της οικονομικής χρεοκοπίας προηγήθηκε η πολιτική πτώχευση! Και σ’ επίπεδο λόγου. Ή κενολογίας. Και σ’ επίπεδο δράσης. Ή απραξίας. Με την έννοια των προφανών ελλειμμάτων αντί της περιεκτικής (κι επομένως της παραγωγικής) πολιτικής. Που εάν υπήρχε (και αν προπαντός ήταν επαρκής) δεν θα ήταν εύκολες οι κερκόπορτες. Από τις οποίες επέλασαν «μέρα μεσημέρι» (και υπό απαθή βλέμματα) φάλαγγες ασύδοτων αδυναμιών και υποτροπές ανήκεστων παθογενειών. Επιβάλλοντας το δικό τους ήθος. Αποδομώντας αυτονόητες δυνατότητες. Και περιστέλλοντας αναγκαίες αντιστάσεις.

Εν ολίγοις: Η χρεοκοπία κατεγράφη μεν με στατιστικά δεδομένα και πιστοποιήθηκε με στοιχεία και δείκτες. Αλλά η πτωχευτική της διάσταση –όπως βιώνεται σ’ επίπεδο καθ’ όλα βάναυσης εθνικής καθημερινότητος –υπερβαίνει τους αριθμούς. Και πιστοποιεί με αδυσώπητο τρόπο ασήκωτες ευθύνες που διατρέχουν βασικά το πολιτικό σύστημα. Οχι μόνο τις ενδεχόμενες ενοχές, αλλά και τις κραυγαλέες ανοχές. Κυρίως αυτές. Αλλά και τις αντίστοιχες (συνενοχές) του εκλογικού σώματος. Που δεν μπορεί να επικαλείται το «δεν ήξερα». Ούτε το «δεν είδα». Χωρίς αυτό ν’ αποβαίνει ισοπεδωτικός συμψηφισμός ευθυνών. Με τίποτα. Αυτά μπορεί να θεωρούνται πρωθύστερες αυτοκριτικές αναφορές. Αλλά εάν δεν επενεργήσουν με γενναιοφροσύνη και αν δεν προκαλέσουν αναστροφές στάσεως και συμπεριφορών, η ακατάσχετη πλέον κατολίσθηση θ’ αποβεί δυνάμει, όχι απλώς μοιραία, αλλά και (οπωσδήποτε) μη αναστρέψιμη. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει αποσυνθετική απόληξη όσων δεν έχει γίνει δυνατόν όχι απλώς να προληφθούν, αλλά και (αν μη τι άλλο) να συνειδητοποιηθούν. Προκειμένου να περισταλούν. Πριν οδηγήσουν τη χώρα σε κατάσταση πλήρους κηδεμονευτικής εξαρτήσεως. Κάτι που –εάν δεν εθελοτυφλούμε –ήδη λειτουργεί με μνημονιακή καθυποθήκευση. Και με όρους διογκούμενου δανεισμού. Που δημιουργεί φαύλο κύκλο με την περιδίνιση του ασήκωτου χρέους.

Κι ενώ αυτό μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον διαχειρίσιμο σε κάποιο βαθμό, η κατάσταση όπως διαμορφώνεται με τα νέα (και σκαιότερα) δεδομένα του Προσφυγικού τείνει να καθηλώσει τη χώρα σε θέση όχι απλώς ανυπόληπτου παρία των Βαλκανίων, αλλά σε οιονεί τερματικό σταθμό των ανθρώπινων ροών. Με τους εταίρους «να την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια», διαβιβάζοντας απλώς ψιχία ελέους και λιπαρούς λόγους παραμυθίας. Για το πάθημα. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Και περί μιας άρδην ανατροπής συσχετισμών. Με δημογραφικές αλλοιώσεις. Και ραγδαιότερες επιδεινώσεις όσον αφορά τις προοπτικές της ασθμαίνουσας ελληνικής οικονομίας. Που φυλλορροεί.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, το αρχικό ερώτημα είναι καίριο: Κατά πόσο δηλαδή (και πώς) είναι συμβατές οι διαχειριστικές δυνατότητες, οι πολιτικές συμπεριφορές και η ποιότητα τελικά του πολιτικού συστήματος σε σχέση με τους προφανείς κινδύνους και τις προκλήσεις που συναπορρέουν. Απαιτώντας όχι περιστασιακές λύσεις, αλλά στρατηγική αποτελεσματικότητα. Προκειμένου δηλαδή να προληφθούν τα προδήλως χειρότερα. Κατ’ ακρίβεια τα μοιραία, που με βεβαιότητα θ’ αναπαραχθούν από τις έωλες εξελίξεις. Και που απαιτούν αποφασιστική αντιμετώπιση πριν μετεξελιχθούν σε ολέθρια.