Τους τελευταίους μήνες έχει επικρατήσει απαισιοδοξία για την Κίνα με αποτέλεσμα να έχουν δεχτεί πλήγμα οι αγορές. Η δημοφιλέστερη άποψη είναι ότι η χώρα διέρχεται φάση μετάβασης κατά την οποία δίνεται μεγαλύτερο βάρος στην αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης παρά στις εξαγωγές. Το πρόβλημα της Κίνας όμως δεν είναι ότι βρίσκεται σε φάση μετάβασης. Είναι ότι ο δημόσιος τομέας λειτουργεί αρνητικά για τον ιδιωτικό τομέα καθώς η ευνοϊκή μεταχείριση των δημόσιων επιχειρήσεων μειώνει την ανταγωνιστικότητα των υπολοίπων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές από αυτές τις ιδιωτικές επιχειρήσεις να ασχολούνται λιγότερο με την κανονική δραστηριότητά τους και περισσότερο με παιχνίδια κερδοσκοπίας με μετοχές και ακίνητα.

Πιέσεις έχουν δεχτεί επίσης τα νοικοκυριά. Μέσα σε μόλις 15 χρόνια το εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί από το 70% στο 60% του ΑΕΠ. Αν τα νοικοκυριά της Κίνας δεν απολαμβάνουν και αυτά τα οφέλη από την οικονομική ανάπτυξη, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα επέλθει η αναμενόμενη αύξηση κατανάλωσης στην οποία βασίζεται το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Η Κίνα πρέπει τώρα να προχωρήσει σε οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και να αποφευχθούν οι κοινωνικές διαμάχες τόσο μεταξύ του αστικού και αγροτικού πληθυσμού όσο και μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Οι προηγούμενες εμπειρίες της Κίνας δείχνουν ότι η χώρα και η κυβέρνησή της μπορεί να διευθετήσουν επιτυχώς τα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουν. Στη Δύση οι περίοδοι ευημερίας οδηγούν σε κρίσεις. Στην Κίνα είναι οι κρίσεις εκείνες που φέρνουν περιόδους ευημερίας.

Η Κεϊού Τζιν είναι καθηγήτρια Οικονομικών στη London School of Economics, μέλος του προγράμματος World Economic Forum Young Global Leader και μέλος του Richemont Group Advisory Board