Αν και θεωρούμαι μάλλον λιχούδης, δεν μου αρέσουν οι εξεζητημένες μαγειρικές συνταγές που κερδίζουν ολοένα έδαφος στη γαστρονομική κουλτούρα μας. Προτιμώ τα παραδοσιακά πιάτα της ελληνικής κουζίνας, μαγειρεμένα όμως με σοφία και τέχνη. Γι’ αυτό, το πρώτο πράγμα που με τράβηξε στο βιβλίο της Μελίσσας Στοΐλη «Και διηγώντας τα… να τρως» (Κίχλη) ήταν η περιέργεια όταν είδα ότι δεν καταγίνεται με αλλόκοτα παντρολογήματα γεύσεων και εξωτικές σος, αλλά με εδέσματα τόσο κοινά όσο η φασολάδα, το μπριάμ, οι κεφτέδες ή το παστίτσιο. Και όταν άρχισα να το διαβάζω, διαπίστωσα ότι είχα να κάνω με κάτι εντελώς διαφορετικό από ένα ακόμη δείγμα της μαγειροπληξίας που κατακλύζει τα τηλεοπτικά προγράμματα και απλώνεται και στα βιβλία.

Η Στοΐλη κάνει ως συγγραφέας με το υλικό της ό, τι μια καλή μαγείρισσα με το δικό της: από απλές αφετηρίες φτάνει σε απολαυστικές δημιουργίες. Και δεν εννοώ τις συνταγές, γιατί αυτές, αν και υπάρχουν (εν είδει παραρτήματος), είναι το λιγότερο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου της, τουλάχιστον για μένα. Η πρωτοτυπία του βρίσκεται αλλού. Για κάθε πιάτο του «μενού» της, Ιστορία, λαογραφία, γλωσσολογία, λογοτεχνία, ζωγραφική συνδυάζονται για να δώσουν μια συναρπαστική, συχνά αναπάντεχη εικόνα της γενεαλογίας και της πολιτισμικής ταυτότητάς του. Από μόνες τους οι ετυμολογήσεις για τα ονόματα των εδεσμάτων (σοβαρές και σχεδόν πάντα σωστές) διηγούνται γοητευτικές διαδρομές. Η Στοΐλη έγραψε ένα βιβλίο στην παράδοση των «Δειπνοσοφιστών» του Αθήναιου, όπου το ένα ή το άλλο φαγητό γίνεται αφορμή για να ξεδιπλωθεί από τους συμποσιαστές ένα ευχάριστο εγκυκλοπαιδικό πανόραμα.

Με την Ξένια Καλογεροπούλου ήμουν πολύ ερωτευμένος, αλλά δεν το κατάλαβε ποτέ. Πώς να το καταλάβει, αφού ήμουν ένας αδέξιος έφηβος κι εκείνη με κοίταζε μόνο από την οθόνη. Για μένα ήταν η πιο γλυκιά, η πιο ντελικάτη, η πιο αβρή, η πιο απροσποίητα κοριτσίστικη ομορφιά που υπήρχε στον ελληνικό κινηματογράφο. Γι’ αυτό ταράχτηκα όταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο της «Γράμμα στον Κωστή» (Πατάκης). Φοβήθηκα μήπως συμβεί ό, τι συμβαίνει συχνά όταν συναντάμε πάλι έναν παλιό μας έρωτα και συνειδητοποιούμε ότι του αποδίδαμε περισσότερα χαρίσματα και θέλγητρα από όσα είχε. Αλλά οι φόβοι μου διαλύθηκαν γρήγορα. Η Ξένια, γράφοντας για τη ζωή της με νοερό παραλήπτη τον Κωστή Σκαλιόρα, τον δεύτερο σύζυγό της, που τον έχασε πριν από δύο χρόνια, αποδεικνύεται όχι μόνο αντάξια της ιδέας που είχα σχηματίσει γι’ αυτήν αλλά και ακόμη γοητευτικότερη.

Η καλλιέργειά της είναι εντυπωσιακή και σαν φυσική προέκταση της κομψής μορφής της, όχι σαν ρούχο. Η αφήγησή της δεν ναρκισσεύεται με διάτορες ή μελωμένες περιγραφές αισθημάτων, μολονότι είναι γεμάτη αίσθημα. Η θλίψη της σέβεται πάντα την αξιοπρέπειά της, το εξαιρετικό χιούμορ της είναι του είδους που δείχνει αντί να σχολιάζει. Κι εκείνη η άδολη ειλικρίνειά της! Υπάρχουν αυτοβιογραφικές αφηγήσεις όπου η ειλικρίνεια είναι πρόσχημα για κουτσομπολιό ή εκδίκηση. Σε άλλες πάλι παρουσιάζεται ως ειλικρίνεια η ψευτομετριοφροσύνη κάποιου που ψέγει τάχα τον εαυτό του, ενώ στην πραγματικότητα τον εξυμνεί. Εδώ όμως έχουμε την ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που δεν έχει τίποτε να αποδείξει, ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό του, γι’ αυτό δεν του χρειάζεται να εξωραΐζει ό, τι αγαπάει ή να κρύβει ό, τι δεν τον κολακεύει. Καλή χρονιά, Ξένια, από έναν παλιό θαυμαστή σου που τον κέρδισες ακόμη και ως δύστροπο βιβλιοκριτικό!