Εν φάτνη των παραλόγων, τα φετινά Χριστούγεννα. Οπως τα περσινά και τα προπέρσινα. Εν φάτνη των παραλόγων μια χώρα ολόκληρη. Προσπαθείς να ζεστάνεις σώμα και ψυχή, αλλά ο στάβλος μπάζει από παντού. Στέγνωσε το χνώτο των ζώων και οι μάγοι με τα δώρα χάθηκαν σε κάποιο σταυροδρόμι. Αυτή η εξ ανάγκης «μίνιμαλ» αισθητική, σαν βαριά ομίχλη, πλακώνει ώμους και δρόμους… Τους δικούς μας ώμους, τους δικούς μας δρόμους. Τα Χριστούγεννα του χθες είναι πια το ζακετάκι που ρίχνουμε στην πλάτη μας, όταν η ζωή μας σηκώνει ψύχρα… Κι αγιάζι. Και παγωνιά.
Πάμε πίσω. Γίνομαι παιδί. Ψώνια με τη μαμά σε μια απαστράπτουσα Αθήνα. Μαζεμένα τα οικονομικά μας, αλλά τσοντάρανε, βλέπεις, ο παππούς και η γιαγιά. Κι όλο τον χρόνο οι γονείς βάζανε ό,τι μπορούσαν στην άκρη για να μη λείψει τίποτα στο «παιδί» χρονιάρες μέρες…
Πρώτος σταθμός ο Μούγερ στην οδό Ερμού. Τα παπούτσια τα «καλά». Μαύρα λουστρινάκια με φιογκάκι στην μπαρέτα. Στεκόσουν σούζα μπρος στον καθρέφτη του μαγαζιού, ενώ η μαμά επιθεωρούσε:
«Για πάτα τα λίγο. Τα νιώθεις καλά; Σε σφίγγουν; Σε χτυπάνε;».
Ανάκριση τρίτου βαθμού περνάγανε παιδί και λουστρινάκια. Ηταν, βλέπεις, ακριβά παπούτσια και τα λεφτά δεν περίσσευαν.
Τότε ακόμα ζούσε ο μπαμπάς.
Επόμενη στάση, βιβλιοπωλείο Ατλαντίς, στην Κοραή. Το μόνο παιδικό βιβλιοπωλείο στην Αθήνα. Διάδρομοι ατέλειωτοι, ράφια γεμάτα με ιστορίες και περιπέτειες, παραμύθια και ζωγραφιές κι εξώφυλλα ολόφωτα που υπόσχονταν ταξίδια μακρινά. Αδελφοί Γκριμ, Μικρές Κυρίες, Πολυάννα, Το καημενούλι το Κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο Βερν, ο Ντίκενς κι εκείνο το αλάνι ο Χοκ Φιν. Απόγνωση: από όλους αυτούς τους θησαυρούς μπορούσες να διαλέξεις έναν –άντε δύο, αν υπολογίζαμε και των θείων το δώρο. Ατλαντίς… Χαμένη Ατλαντίς…
Τότε ακόμα ζούσε ο μπαμπάς.
Μετά την Κοραή, η Σταδίου με απαραίτητη στάση τη βιτρίνα του Τσαντίλη δίπλα στις «αγκαζέ κυρίες». Πάντα, εκείνα τα χρόνια περπατούσαν οι κυρίες αγκαζέ: αγκαζέ κοντοστέκονταν, αγκαζέ θαυμάζανε βελούδα και μετάξια, οργάντζες, μουσελίνες και μπροκάρ, αγκαζέ «ρωτούσαν για την ποιότητα και τι κοστίζουν με φωνή πνιγμένη»…
Εμείς απ’ το φανάρι, διασχίζαμε τη Σταδίου και μπαίναμε στη δεύτερη χαμένη μου Ατλαντίδα: την Πανελλήνιο Αγορά. Το μεγαλύτερο μαγαζί με παιχνίδια. Αγοράκια και κοριτσάκια έκαναν σλάλομ ανάμεσα στα πιο τρελά τους όνειρα.
Τα φέρνω στον νου μου και νομίζω πως μόνο εγώ μεγάλωσα. Για εκείνα τα παιδάκια σαν να πάγωσε ο χρόνος. Σαν να παρέμειναν εκεί αγκαλιά με την κούκλα που ανοιγοκλείνει τα μάτια, τα ζάρια απ’ το Φιδάκι, τον Γκρινιάρη και μια μαμά με το παγωμένο χαμόγελο που ρίχνει κλεφτές ματιές στο πορτοφολάκι της.
Πόσο ήθελα ένα κουκλόσπιτο! Για μένα δεν υπήρχε πιο όμορφο παιχνίδι. Πιο όμορφο και πιο ακριβό. Απρόσιτο για το δικό μας βαλάντιο. Πολυώροφο με χιλιάδες μικροσκοπικά επιπλάκια, μπανάκια, κουζινούλες, σαλονάκια.
Το κουκλόσπιτο –το μεγάλο μου απωθημένο. Χρόνια αργότερα θα πήγαινα με τον γιο, μικρούλη τότε, στο Κάστρο του Γουίνδσορ. Μόνο και μόνο για να δω το περίφημο κουκλόσπιτο κάποιας βασίλισσας:
«Μαμά, κλαις;»
Ρώτησε το 6χρονο αγοράκι μου. Ναι, η μαμά έκλαιγε. Χωρίς λόγο…
Ομως μπορούσαμε να αγοράσουμε το βιου μάστερ. Το κατακόκκινο γυαλιστερό βιου μάστερ. Και μαζί το παραμύθι της Σταχτοπούτας. Το έβαζες μέσα και κλακ –η Σταχτοπούτα γονατιστή καθαρίζει τις στάχτες του τζακιού. Κλακ –η κακιά μητριά με τις δυο κόρες. Κλακ –ο χορός στο παλάτι και ο ολόχρυσος πρίγκιπας. Κλακ –όλες οι φαντασιώσεις που δεν μας έκατσαν ποτέ, κι ας επιμείνανε οι ανόητες.
Τότε ακόμα ζούσε ο μπαμπάς.
Τελευταίος σταθμός ο Ζόναρς. Απορώ ακόμα πώς μπορούσα να τρώω απανωτά δυο πάστες σεράνο, αμέσως μετά την περίφημη κότα μιλανέζα. Κι έπειτα παίρναμε το λεωφορείο 24 Ακαδημίας – Φιλοθέη. Πίσω στο σπίτι για τις τελευταίες πινελιές στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, μια που πάντα κάποιο αγγελάκι μας κρυφοκοίταζε από το λάθος κλαδί.
Τότε ακόμα ζούσε ο μπαμπάς.
Σήμερα αναρωτιέμαι. Τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων ήταν στ’ αλήθεια πιο όμορφα –ή η μνήμη τα έχει μακιγιάρει; Οι χαμένες μου Ατλαντίδες γιατί εμμένουν κι επιμένουν; Γιατί εξακολουθούν να μου παίζουν κρυφτό; Ακόμα και σήμερα. Ακόμα και τώρα. Σε μια χώρα που πέρασε ανεπιστρεπτί απ’ την φάτνη των αλόγων, στη φάτνη των παραλόγων.
Ισως γιατί τότε ακόμα ζούσε ο μπαμπάς… Ισως…
ΥΓ: Αφιερωμένο στη Μαρία Καραμανώφ, τη Βίκυ Καρανίκη, την Νόρα Καμπά. Την Ερσίλια Μπαχάουερ, την Ασπασία Μιχαλάκη. Την Εύα Καραϊτίδη, την Κατερίνα Αδάμ. Τη Λίλιαν Βαλαβανιώτη που βιάστηκε να φύγει νωρίς. Αφιερωμένο σ’ όλες τις ακριβές μου Πολυάννες με τα κατάμαυρα λουστρινάκια του Μούγερ.