Ηταν μια πολύ ζεστή Παρασκευή του Ιουνίου του 2014, λίγες ημέρες μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές. Ο Χάρης Θεοχάρης μπήκε σε μια «σύσκεψη» με κυβερνητικούς παράγοντες –μεταξύ των οποίων και ο πιο ικανός fixer (ας πούμε εκτελεστής) του σαμαρικού επιτελείου. Και βγήκε έπειτα από πολλές ώρες μόνο για να ανακοινώσει την παραίτησή του.

Ηταν η «παραίτηση» που άνοιξε τον δρόμο της Κατερίνας Σαββαΐδου προς τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Πολιτικά, για την κυβέρνηση Σαμαρά, ήταν κάτι πολύ βαρύτερο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι αρκετούς μήνες μετά τριτοκλασάτοι γερμανοί βουλευτές όχι μόνο ήξεραν την περίπτωση Θεοχάρη, αλλά την επικαλούνταν κιόλας ως σημάδι αδυναμίας του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Ως απόδειξη ότι η πολιτική τάξη δεν μπορούσε να ανεχθεί μεταρρυθμίσεις, όπως η ανεξαρτησία των εισπρακτικών μηχανισμών που είχε αναγκαστεί να επιβάλει η τρόικα.

Δεν περίμενε κανείς το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» την προηγούμενη εβδομάδα για να αντιληφθεί ότι η κυβέρνηση επείγεται να τερματίσει τη συμβίωσή της με τη Σαββαΐδου. Από την αρχή, η γενική γραμματέας είχε ταξινομηθεί ως πολιτικός διορισμός της κυβέρνησης Σαμαρά. Η προσπάθειά της να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση μετά τις εκλογές προφανώς και δεν διέλυσε την καχυποψία.

Με αυτό το φόντο, οι δύο εις βάρος της ανοιχτές δικογραφίες ήταν βέβαιο ότι θα αποτελούσαν τον μοχλό προκειμένου να ζητηθεί η παραίτησή της. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια εξέλιξη που μάλλον έχει αργήσει –αν αναλογιστεί κανείς την ταχύτητα με την οποία εκκαθαρίστηκαν ανάλογες θέσεις – κλειδιά.

Είναι διαβλητοί οι χειρισμοί της γενικής γραμματέως στις υποθέσεις για τις οποίες καλείται να λογοδοτήσει; Ή είναι οι δικογραφίες μόνο η αφορμή για να συντελεστεί η πολιτική της εκπαραθύρωση; Το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Η θέση που κατέχει η Σαββαΐδου είναι σάντουιτς. Ο δημόσιος λειτουργός που μαζεύει τα λεφτά πιέζεται όχι μόνο από τους πολιτικούς του προϊσταμένους, αλλά και από τους υφισταμένους του –τον Κλάδο με κάπα κεφαλαίο που είναι οι εφοριακοί, ένας εκ των οποίων υπηρετεί τώρα ως αναπληρωτής υπουργός.

Το τρίτο πεδίο ισχύος είναι βεβαίως η αγορά, που έχει μάθει να επιβιώνει σε καθεστώς αξημέρωτης μετασοβιετικής αναρχίας.

Στο περιβάλλον αυτής της πολιτικής κουλτούρας ο θεσμός του γενικού γραμματέα είναι μάλλον ανέφικτο να επιβιώσει ως ανεξάρτητος. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει θεσμός. Υπάρχει μόνο το εκάστοτε πρόσωπο, που είναι καταδικασμένο να μείνει ξεκάρφωτο όταν εκπνεύσει η εξουσία που το στηρίζει.

Η περίπτωση της Σαββαΐδου αντανακλά υποδειγματικά αυτή τη θεσμική πληγή. Οχι μόνο στον τρόπο που επιχειρείται να αποπεμφθεί. Αλλά και στον τρόπο που διορίστηκε.